Σάββατο 24 Ιανουαρίου 2015

Κέικ με τζίντζερ

Δηλώνω ευθαρσώς λάτρης των γαλλικών γλυκών. Είτε τα παλιά και παραδοσιακά τους είτε τις πιο μοντέρνες και σοφιστικέ δημιουργίες των ανήσυχων ζαχαροπλαστών. Μου αρέσει η λεπτότητα, η ακρίβεια, η απόλυτη ισορροπία, η ανάδειξη των υλικών, οι εξεζητημένες τεχνικές, το τέλειο αισθητικό και γευστικό αποτέλεσμα. Και όμως, μετά από τόσο καιρό που έχω να γράψω κάτι, οτιδήποτε, αυτό που μου τράβηξε την προσοχή ήταν ένα κέικ, ένα κέικ πλούσιο και τροφαντό, αμερικάνικης αισθητικής, φτιαγμένο από έναν Άγγλο, τον G. Ramsay. Δεν το κατάφερα με την πρώτη, όχι ότι δεν πέτυχε αλλά δεν βρήκα το βασικό υλικό που το διαφοροποιεί, το τζίντζερ. Το έφτιαξα λοιπόν με παραλλαγή, χρησιμοποιώντας σταφίδες μαύρες και ξανθές και αποξηραμένα κράνμπερις, που μάλιστα άρεσε πιο πολύ σε όλον το θηλυκό πληθυσμό του σπιτιού, όπου το τζίντζερ τους φάνηκε λίγο περίεργο.
Σήμερα οι δικαιολογίες τελειώσανε. Θα βρω τζίντζερ, ακόμα κι αν χρειάζεται να φτάσω στη Θεσσαλονίκη. Ευτυχώς το βρήκα στην Κατερίνη, μετά από λίγο ψάξιμο στα μεγάλα σούπερ μάρκετ. Κατευθείαν ετοιμασίες, φωτογράφιση, μαγείρεμα ταυτόχρονα για το μεσημεριανό, και επιτέλους ανάρτηση μετά από άπειρες μέρες, ή τουλάχιστον έτσι μου φάνηκε... 






Για τις φωτογραφίες κάτι με έπιασε σήμερα και ήθελα να φαίνεται το χωριό, αν και όχι σε όλες. Παρόλο που ελπίζω, κυρίως λόγω δουλειάς, να έχουμε φύγει πολύ πριν το πάσχα για το σπίτι μας στην Αθήνα, είμαι σίγουρος ότι θα μου λείψει πολύ το μαγικό βουνό που μας σκεπάζει. Και αφού κύριο υλικό είναι το τζίντζερ, φωτογραφία σουρεάλ με την ορθοπλαγιά της Ζηλνειάς, που την έχω σκαρφαλώσει άπειρες φορές στα νιάτα μου.






Φυσικά έβγαλα και πιο μέινστριμ φωτογραφίες, έτσι για το καλό,






αν και δε μπορούσα να αποφασίσω μεταξύ μαρμάρου και ξύλου για υπόβαθρο του τζίντζερ.






Τελικά αποδείχτηκε ότι ο συνδυασμός σοκολάτας - βανίλιας και τζίντζερ είναι ιδανικός και το αποτέλεσμα δικαιώνει τον κύριο Ramsay.






Το κέικ δεν είναι καθόλου δύσκολο να γίνει, απλά έχει τρία διαφορετικά στοιχεία, χωρίς όμως παγίδες και εκπλήξεις. Η μόνη έκπληξη είναι η τελική γεύση του, τουλάχιστον για μας, αφού δεν έχω ξαναχρησιμοποιήσει έτσι το τζίντζερ.
Υλικά: 175γρ αλεύρι μαλακό
            175γρ ζάχαρη
            175γρ βούτυρο φρέσκο
            3 αυγά
            ένα κουταλάκι μπέικιν πάουντερ
            δύο κάψουλες βανίλιας
            μια πρέζα αλάτι
            μερικές κουταλιές (4 με 5) γάλα
   για την κρέμα: 300ml κρέμα γάλακτος
                             ένα κομμάτι φρέσκο τζίντζερ, περίπου 5cm
   για το γλάσο: 200γρ κουβερτούρα 55% κακάο
                            200ml κρέμα γάλακτος
                            μια κουταλιά μέλι
                            50γρ βούτυρο φρέσκο






Η διαδικασία σχετικά γνωστή. Χτυπάω στο μίξερ το βούτυρο κομμένο σε κυβάκια μαζί με τη ζάχαρη αρκετή ώρα, μέχρι να ασπρίσει και να αφρατέψει, ίσως και 15 λεπτά. Προσθέτω ένα ένα τα αυγά, χτυπώντας καλά ενδιάμεσα για να μην κόψει το μείγμα. Τώρα το μίξερ σταματάει και αναλαμβάνει η μαρίζ, η σπάτουλα. Μπαίνουν οι βανίλιες, το αλάτι, το αλεύρι κοσκινισμένο, το μπέικιν και ανακατεύω απαλά, διπλώνω, πιο σωστά, ήρεμα μέχρι να ομογενοποιηθεί το μείγμα. Στο τέλος μάλλον θα είναι λίγο σφιχτό, ανάλογα και το μέγεθος των αυγών, οπότε και προσθέτω λίγο γάλα για να γίνει λίγο πιο μαλακιά η ζύμη. Βουτυρώνω μια φόρμα των 18cm, επειδή όμως δεν έχω το κάνω στο αντίστοιχο τσέρκι, που επίσης βουτυρώνω και αλευρώνω. Στρώνω καλά τη ζύμη να γίνει επίπεδη και ψήνω σε προθερμασμένο φούρνο στους 175 βαθμούς στον αέρα για περίπου 45 λεπτά. Δοκιμάζω με ένα λεπτό μαχαιράκι που μπήγω στο πιο χοντρό σημείο και αν βγει καθαρό είναι έτοιμο. Αφήνω λίγο να σταθεί, βγάζω το τσέρκι και αφήνω σε σχάρα να κρυώσει.






Είπαμε όμως, σήμερα δείχνω το χωριό, τουλάχιστον ό,τι φαίνεται από το μαρμάρινο περβάζι μας.






Όσο κρυώνει ετοιμάζω την κρέμα, γιατί πρέπει κι αυτή να μπει στο ψυγείο και να σφίξει λίγο. Χτυπάω στο μίξερ την κρέμα γάλακτος, κρύα από το ψυγείο, σε ψηλή ταχύτητα αλλά παρακολουθώντας την συνεχώς. Όταν αρχίσει να πήζει μπορεί να κόψει άμεσα ή, χειρότερα -γιατί δεν την πετάς όπως εάν κόψει- να γίνει κοκκώδης. Τρίβω το τζίντζερ στον ψιλό τρίφτη, όπου στην ουσία παίρνω μόνο τον χυμό του και ελάχιστη καθαρή πούλπα, χωρίς καθόλου ίνες που δεν είναι ευχάριστες στην υφή. Ανακατεύω με την χτυπημένη κρέμα και βάζω στο ψυγείο να σφίξει. Η κρέμα δεν έχει καθόλου ζάχαρη, είναι άγλυκη, γι αυτό και δεν κάνει η έτοιμη σαντιγύ που εξάλλου δεν τη χρησιμοποιώ ποτέ, πάντα προτιμώ την χτυπημένη κρέμα.






Κόβω το κέικ στη μέση, χωρίς να υπολογίζω στο ύψος το φουσκωμένο κέντρο, μόνο το κάθετο μέρος του, και απλώνω πάνω του την κρέμα, φροντίζοντας να μπει ομοιόμορφα, ενώ μετά το σκεπάζω με το άλλο μισό.






Σειρά έχει το γλάσο. Ψιλοκόβω με το μαχαίρι την κουβερτούρα για να λειώσει πιο εύκολα και τη βάζω σε μπασίνα. Σε κατσαρολάκι μπαίνει η κρέμα γάλακτος και το μέλι. Μόλις βράσει την ρίχνω πάνω στην κουβερτούρα, προσθέτω και το βούτυρο και ανακατεύω συνεχώς, όχι όμως με τον αυγοδάρτη για να μη κάνει φούσκες, μέχρι να γίνει λεία και γυαλιστερή. Δεν σταματάω το ανακάτεμα μέχρι να πέσει η θερμοκρασία του γλάσου και να μην είναι τόσο ρευστό. Αν το παρακάνουμε και πήξει, μπορούμε να το ξαναλειώσουμε σε μπεν μαρί. Το απλώνω πάνω από το κέικ, φροντίζοντας να πάει παντού ομοιόμορφα. 






Το γλασάρισμα το κάνω πάνω στη σχάρα ώστε το επιπλέον να τρέξει ελεύθερα και να μη γίνει σούπα στο πιάτο. Φυσικά όσο τρέξει δεν το πετάω, το μαζεύω και το τρώμε. Επίσης προτιμώ να απλώσω το γλάσο όταν είναι ακόμα σχετικά λεπτόρευστο, ώστε να γίνει πιο λεπτό πάνω στο κέικ αλλά και πιο ομοιόμορφο.






Έτοιμο. Περιμένω λίγο να κρυώσει εντελώς το γλάσο και να σταθεροποιηθεί και ορμάμε. Ας δούμε και μια τομή.






Τέλειο. Το κέικ είναι εξόχως βουτυράτο και αρωματικό, φαίνεται από την ποσότητα του βουτύρου που είναι όσο και το αλεύρι. Κανονικός δυναμίτης, έρχεται η άγλυκη κρέμα με το άρωμα και την ελαφρά πίκρα του τζίντζερ να ισορροπήσει το σύνολο, μαζί με το επίσης λίγο πικρό γλάσο.






Το είπα και στην αρχή, στα κορίτσια φάνηκε λίγο περίεργο, όμως είναι πολύ ωραίο, ίσως μόνο όσοι δεν αγαπούν το τζίντζερ να μην ικανοποιηθούν. Δοκιμάστε το, είναι ένας απίθανος συνδυασμός.

Υ.Γ.1: Και μια που ανέφερα το σημερινό φαγητό, αξίζει και να το δείξω, ήταν εξαιρετικό. Παϊδάκια προβατίνας, κρεατωμένα και με μπόλικο λιπάκι, κομμένα τέλεια (δηλαδή με μαχαίρι) από τον χασάπη μου υπό τις αυστηρές οδηγίες μου.






Εδώ είναι μετά το ολονύκτιο αλάτισμά τους στην άλμη, γι' αυτό και έχουν χάσει λίγο το λαμπερό κόκκινο χρώμα τους. Ψήθηκαν στα κάρβουνα, σε πολύ δυνατή φωτιά, ώστε να λειώσει το λίπος, να κάνουν ωραία κρούστα αλλά να παραμείνουν και ελάχιστα ροζ και πολύ ζουμερά στο εσωτερικό. Συνοδευτικό; Πατάτες τηγανητές, όχι όμως ό,τι κι ό,τι. Η αγαπημένη μου ποικιλία και τριπλομαγειρεμένες, σύμφωνα με τις οδηγίες του Blumenthal, ήταν πραγματικά αποκάλυψη. Εδώ και καιρό πάντα τις πατάτες τις διπλοτηγανίζω, σήμερα όμως ήθελα το κάτι παραπάνω. 






Σα να τρως δύο διαφορετικές πατάτες. Εξόχως αέρινες και αφράτες στο εσωτερικό, σούπερ τραγανές, σαν να περιβάλλονται από λεπτό γυαλί στο εξωτερικό. Πασπαλισμένες με λίγο ανθό αλατιού, στάθηκαν επάξια δίπλα στο μαγικό παϊδάκι.






Ακόμα και οι μικρές ορμήσανε ενώ ήταν ακόμα καυτές, με το ζόρι κράτησα λίγες για τη φωτογραφία. Χμμ, κοίτα να δεις προβλήματα που μας δημιουργούν, εκεί που ήμασταν μια χαρά με το διπλοτηγάνισμα, τώρα που είδα τη διαφορά θα πρέπει και να τις βράζω πρώτα, ακόμα ένα βήμα στη διαδικασία. Δε βαριέσαι, το αξίζουν.

Υ.Γ.2: Ένα από τα αγαπημένα αλεύρια πάρα πολλών νοικοκυρών στη Θεσσαλονίκη αλλά και γενικά εδώ στο βορρά, ποτέ δεν το είχα δοκιμάσει, σαν από καπρίτσιο, επειδή είχα δει στη συσκευασία να γράφει ελληνικό αλεύρι από σιτάρια... αλλοδαπής. Όχι ότι έχω πρόβλημα με τα εισαγώμενα, εξάλλου πάντα στο σπίτι έχω ένα πακέτο Robin Hood που είναι καναδέζικο. Τελικά είπα να του δώσω μια ευκαιρία. Τι απογοήτευση είναι αυτή! Τίποτα δε δούλεψε, ό,τι και να έκανα με αυτό απέτυχε οικτρά. Έχω σταντάρει τις συνταγές μου με ακρίβεια, που δουλεύουν ακόμα και με διαφορετικά αλεύρια. Ε, με αυτό δε δούλεψε τίποτα, όλα ήθελα αναπροσαρμογή στις ποσότητες, με πάλι αμφίβολα αποτελέσματα. Τι να πω, δεν ξέρω. Και σας λέω, έχω φάει απίθανα πράματα από χρυσοχέρες νοικοκυρές φτιαγμένα με αυτό το αλεύρι.

Υ.Γ.3 (και τελευταίο και άσχετο με τη μαγειρική): Την προηγούμενη Κυριακή το βράδυ, ο Όλιβερ, ο γατούλης μας, εξαφανίστηκε. Κάθε μέρα έκανα βόλτες στη γειτονιά, έβγαινα στο μπαλκόνι και τον φώναζα, τίποτα. Και τελικά εμφανίστηκε χτες το βράδυ, πέντε ολόκληρες μέρες τριγυρνούσε. Με βροχή, με κρύο, γύρισε πεντακάθαρος αν και λίγο αδυνατισμένος και φοβισμένος.





Από τότε το έχει κόψει στον ύπνο και το φαγητό. Κοιμάται, σηκώνεται, τρώει και ξανακοιμάται. Εδώ κατάλαβε ότι τον φωτογραφίζω, άνοιξε λίγο το μάτι του και το έκλεισε πάλι αδιάφορος.






Χίλιες σκέψεις περάσανε από το μυαλό μου αυτές τις μέρες, αποδεικνύοντας άλλη μια φορά πόσο πολύ τον αγαπώ και τον θέλω, παρόλο που με φάγανε όλοι να τον χαρίσω όταν ήταν μικρός, για το μωρό, την εγκυμοσύνη, το καινούριο μωρό. Όλοι είναι φυσικά μια χαρά και πολύ χαίρομαι που δεν άκουσα κανέναν. 

Σάββατο 10 Ιανουαρίου 2015

Πέστροφες

Με την ποίηση δεν τα πάω και πολύ καλά, όμως κάθε φορά που ακούω πέστροφες, δε μπορώ παρά να θυμηθώ το απίθανα σουρεάλ δίστιχο του Πανούση:
Να μην τις λες τις στροφές
όσο κι αν επιμένουν οι πέστροφες.
Και καπάκι η επεξήγηση του δίστιχου, "εκεί αυτές, πες...στροφές, πέσ..τροφες, εσύ να μην τις λες..." Ότι νάναι...
Όταν ήμουν μικρός τρώγαμε πολύ σπάνια πέστροφα, αγορασμένη ζωντανή κατευθείαν από το πεστροφείο στον Γοργοπόταμο και τηγανισμένη σε βούτυρο, όνειρο. Φοιτητής έτρωγα πάλι σπάνια, συνήθως στην ταβέρνα δίπλα στο πεστροφείο στα Άνω Πορόια Σερρών, μετά από τη βόλτα στη λίμνη Κερκίνη. Εκεί την τρώγαμε ψητή στα κάρβουνα αλλά γνωρίσαμε και την καπνιστή που είναι πολύ ωραία επίσης. 
Όμως γενικά δεν είμαι πολύ φαν των ψαριών του γλυκού νερού που πρέπει να είναι ακόμα πιο φρέσκα από τα θαλασσινά, σχεδόν ζωντανά, αλλιώς μυρίζουν άσχημα χωματίλα, γι' αυτό και δεν αγόρασσα ποτέ πέστροφα στην πόλη, παρόλου που πλέον τη βρίσκουμε παντού. Σήμερα όμως το τόλμησα. Είδα το μεγάλο τελάρο να καταφθάνει και  να αδειάζει καινούριες και φρεσκότατες πέστροφες πάνω στον πάγκο με τον πάγο και η απόφαση πάρθηκε. Το μεσημέρι τρώμε πέστροφες. Πέστροφες στα κάρβουνα, με ένα μικρό γευστικό παιχνίδι όμως, όχι ό,τι κι ό,τι. Τυλιγμένες σε μπέικον, όπου ο ρόλος του είναι διπλός, να προστατέψει το ψάρι και να το κρατήσει ζουμερό αλλά και να το ενισχύσει γευστικά. Ψάρι όμως που θα το αρωματίσω και με μάραθο και λεμόνι. Εννοείται επίσης πως όση ώρα ετοίμαζα τις φωτογραφίες αλλά και τώρα που γράφω ακούω ταυτόχρονα το κουιντέτο του Σούμπερτ "Η πέστροφα".






Για συνοδεία έφτιαξα έναν απλό απλούστατο πουρέ πατάτας και ψητά σίκορε στα κάρβουνα όπως και η πέστροφα, με ένα ελαφρύ ντρέσσινγκ λαδολέμονου με ψιλοκομμένο μάραθο. Εύκολο πιάτο, τα ετοίμασα όλα μέχρι να ανάψουν τα κάρβουνα.

Υλικά για δύο: δύο πέστροφες
                           τέσσερις φέτες μπέικον
                          ένα λεμόνι
                          μερικά κλαράκια μάραθου
                          αλάτι, φρεσκοτριμμμένο μαύρο πιπέρι
  για τον πουρέ: δύο πατάτες, αγκριά κατά προτίμηση, η αγαπημένη μου ποικιλία...
                            βούτυρο
                            λίγο ζεστό γάλα
                            αλάτι, πιπέρι
 τέσσερα σίκορε
 για το ντρέσσινγκ: λάδι, χυμός λεμόνι, μουστάρδα dijon, αλάτι, πιπέρι, μάραθος






Ξεκινώ με τα κάρβουνα, που είναι και το πιο χρονοβόρο τμήμα της συνταγής. Τα ψάρια ευτυχώς μου τα καθάρισε ο ψαράς, δεν είχα όρεξη να ασχοληθώ με το θέμα. Τα χαράζω τρεις φορές από κάθε πλευρά και αλατοπιπερώνω καλά, ακόμα και στην κοιλιά αλλά και στις χαρακιές. Κόβω λεπτές ροδέλες από το λεμόνι, τις κόβω στη μέση και σε κάθε χαρακιά βάζω μισή ροδέλα και μια φουντίτσα μάραθο, ενώ κάνω το ίδιο και στην κοιλιά του ψαριού.






Σειρά έχει το μπέικον και την αμαρτία μου θα την πω. Ενώ έχω δικό μου που είναι πραγματικά απίθανο, με το συγκεκριμένο μάλιστα να είναι από τα καλύτερα που έχω κάνει, αυτό που φαίνεται στη φωτό με τα υλικά, τελικά χρησιμοποίησα έτοιμο, αγοραστό και τρισκατάρατο. Δυστυχώς το δικό μου ήταν λίγο, φοβήθηκα ότι δεν θα φτάσει και πήρα έτοιμο. Κρίμα...
Στρώνω τρία κομμάτια σπάγγο στο σανίδι, απλλώνω δύο φέτες μπέικον, από πάνω το ψάρι, άλλες δύο φέτες να το σκεπάσουν και δέσιμο με τον σπάγγο.






Το μπέικον θα προστατέψει το ψάρι από την άμεση και δυνατή φωτιά, θα το κρατήσει ζουμερό ενώ ταυτόχρονα θα το ενισχύσει γευστικά, χωρίς φυσικά να το καπελώσει.
Κόβω τα σίκορε στη μέση, λαδώνω ελαφριά, αλατοπιπερώνω και είναι όλα έτοιμα να μπουν στη φωτιά. 
Για να γίνουν γρήγορα και οι πατάτες τις ξεφλουδίζω, τις κόβω σε ροδέλες πάχους ενός εκατοστού και τις βράζω σε αλατισμένο νερό μέχρι να αρχίσουν να διαλύονται, περίπου δεκαπέντε λεπτά, ανάλογα και την πατάτα. Τις σουρώνω, προσθέτω βούτυρο, πολύ βούτυρο (περίπου το ένα τέταρτο του βάρους της πατάτας...), λειώνω με την πρέσσα για πουρέ, προσθέτω ελάχιστο ζεστό γάλα, ίσα να έχει την επιθυμητή υφή, διορθώνω το αλάτι και του ρίχνω και λίγο φρεσκοτριμμένο πιπέρι. Απλός, απλούστατος και καμιά σχέση με τον απόλυτο, τον τέλειο πουρέ που έδειξα στις πρώτες αναρτήσεις του blog, ο οποίος, ενώ είναι πραγματικά κορυφαίος, δεν ταιριάζει με τη λεπτή γεύση του ψαριού, ήθελα κάτι πιο ρουστίκ και ελαφρύ. 
Στη φωτιά λοιπόν τόσο το ψάρι όσο και τα σίκορε.






Η ψησταριά μας θέλουμε να καίει καλά αλλά τα κάρβουνα να έχουν χωνέψει, να μην είναι πολύ υψηλή η θερμοκρασία. Χρειάζεται περίπου τέσσερα λεπτά από κάθε πλευρά το ψάρι, ενώ τα σίκορε τα έψησα για έξι λεπτά με την κομμένη επιφάνεια προς τα κάτω και άλλα δύο ανάποδα. Έτοιμα.
Φτιάχνω και το ντρέσσινγκ. Λάδι, λεμόνι (σε αναλογία 3:1), μισή κουταλίτσα μουστάρδα, αλάτι, πιπέρι, ψιλοκομμένος μάραθος και χτύπημα με τον αυγοδάρτη να δέσει λίγο.
Σερβίρισμα. Ψάρι, σίκορε περιχυμένο με λίγο ντρέσσινγκ, επίσης λίγο και στον πουρέ, λίγο και στο ψάρι και έτοιμο.






Έκοψα τους σπάγγους, άνοιξα το ψάρι, έβγαλα το κεντρικό κόκκαλο και πρόσθεσα λίγο ακόμα λαδολέμονο. Όνειρο. 






Ξέρω, άλλο περιγράφω και άλλο δείχνω αλλά μόλις το άνοιξα καταναλώθηκε στο πι και φι, δεν υπήρχε καθόλου διάθεση για περαιτέρω φωτογράφιση. Μάλιστα το φάγανε και οι μικρές με πολλή χαρά, ζητώντας πότε μπέικον, πότε ψάρι, πότε και τα δύο μαζί, όχι όμως πουρέ που για μια ακόμα φορά δεν το ήθελαν. 
Απίθανος συνδυασμός, καθόλου παράξενος, αυτό το "κρέας ή ψάρι;" που ρωτάνε κάποια γκαρσόνια ποτέ δεν το κατάλαβα, και εξόχως αρωματικό το σύνολο, τόσο από το λεμόνι όσο και από το μάραθο. Τα σίκορε είναι πικρούτσικα, θυμίζουν λίγο ραδίκια αλλά εκεί που ψήνονται πιο πολύ και καραμελώνουν γλυκαίνουν αισθητά, κάτι που βοηθάει και το ντρέσσινγκ. Όσο για τον πουρέ, αχ, ο πουρές, τι πράμα είναι αυτό... Καλές οι τεχνικές, καλά τα περίπλοκα υλικά, καλό το πέρασμα από σουρωτήρι αλλά αν είναι καλή η πατάτα και την... πνίξεις στο βούτυρο όλα αυτά είναι περιττά. Ήταν πραγματικά τόσο αέρινος που δεν χρειαζόταν το σουρωτήρι. Κάτι είχα ψυλλιαστεί από τον πάρτυ μας, όπου εκεί τις έψησα και στο εσωτερικό ήταν σαν ένας απίθανος και ανάλαφρος πουρές, ήθελα οπωσδήποτε να δοκιμάσω να φτιάξω. Μάλιστα θα ξαναφτιάξω σύντομα, έχω πλάνο...
Πλέον είναι ο αγαπημένος μου τρόπος μαγειρέματος της πέστροφας. Θυσιάζω άνετα την όχι τραγανή πέτσα με την εξόχως ζουμερή, αρωματική και νόστιμη σάρκα της. Πρέπει να βρω τα πεστροφεία κοντά στην Αθήνα πλέον, προβλέπεται να κατεβαίνουμε σύντομα...

Υ.Γ.: Στη λαϊκή βρήκα καρότα με το φύλλο τους, καταπράσινο και θελκτικότατο, έσπευσα να τα αγοράσω.






Έχω όμως την εξής απορία κι αν ξέρει κανείς ας μου τη λύσει. Από τη στιγμή που το καρότο είναι ρίζα, τα φύλλα δεν πρόκειται να μαραθούν ακόμα κι αν είναι κομμένα μέρες πριν, οπότε θα φαίνονται πάντα πράσινα και θελκτικά. Όμως, μήπως έτσι καταναλώνουν τα σάκχαρα του καρότου, με αποτέλεσμα το καρότο τελικά να είναι πιο άνοστο; Ακόμα κι αν είναι φρέσκα, πώς πρέπει να τα συντηρήσω; Να τα αφήσω έτσι ή να κόψω την πρασινάδα για μη μου φάει τα σάκχαρα; Τα φώτα σας παρακαλώ.
Παρεμπιπτόντως, τα συγκεκριμμένα ήταν εξωφρενικά τέλεια, απίθανα, μοναδικά, άρα φρέσκα, μου θύμισαν κάτι καρότα από τον κήπο μου πριν χρόνια, δεν χρειάστηκαν συντήρηση, τα φάγαμε άμεσα και τα περισσότερα σκέτα σαν τον Μπαγκσμπάνυ...