Σάββατο 22 Νοεμβρίου 2014

Γύρος αρνίσιος

Η ιδέα ήταν παλιά, συγκεκριμένα από τότε που στην Κωνσταντινούπολη έφαγα κάτι απίθανα σάντουιτς με κοκορέτσι, σε ένα μαγαζάκι σκέτη τρύπα. Τους κυρίους που δούλευαν εκεί τους έχω ξαναδείξει στην ανάρτηση για τα κεμπαπάκια, στην πρώτη μάλιστα φωτογραφία. Τι κάναν λοιπόν οι μάγκες; Έψηναν το κοκορέτσι κανονικά στη σούβλα, το έβγαζαν εξόχως ζουμερό και ολίγον κόκκινο, το ψιλοκόβανε και το περνούσαν λίγο από τη λαμαρίνα να κάνει κρούστα. Όνειρο... Έφαγα άπειρα. Πριν από το φαγητό, μετά για επιδόρπιο, μετά τον καφέ, πριν κοιμηθώ για καληνύχτα, όλη μέρα, κάθε μέρα. Εκεί έπεσε η ιδέα. Θα φτιάξω γύρο αρνίσιο με την ίδια ακριβώς τεχνική, ψήσιμο στο φούρνο και τελείωμα στο μαντέμι.






Ο γύρος στην Ελλάδα είναι ένα μεγάλο και ολίγον πονεμένο κεφάλαιο. Πλέον ελάχιστοι τον φτιάχνουν μόνοι τους, όλοι αρκούνται στους έτοιμους, κατά κανόνα ολλανδικής προέλευσης, με μόνη επέμβαση από τη μεριά τους το "μυστικό" μείγμα μπαχαρικών που δίνουν στον προμηθευτή τους. Η ποιότητα είναι γενικά πολύ χαμηλή, με ελάχιστες φωτεινές εξαιρέσεις που απλά επιβεβαιώνουν τον κανόνα της αθλιότητας. Και μπορεί ως φοιτητές να τρώγαμε ευχαρίστως τα τεράστια τουμπιώτικα πιτόγυρα που ξεχειλίζουν στη λίγδα αλλά ποτέ δεν υπήρχε ικανοποίηση πέρα από τη χόρταση. 
Φέτος, από τότε που φάγαμε εκείνο το απίθανο χοιρινό με τα ψωμάκια, όλο τριγυρνούσε στο μυαλό μου η ιδέα του γύρου αλλά ήθελα ένα επιπλέον γευστικό επίπεδο, τον ήθελα αρνίσιο. Τον έφτιαξα το καλοκαίρι για το αποτυχημένο μας πικ νικ και τον δοκίμασα με όλους τους πιθανούς συνδυασμούς, αράβικη πίτα, κυπριακή, τα τέλεια ψωμάκια και τελικά κατέληξα στην απλή και παραδοσιακή πίτα, ιδανικό ταίρι με την απαραίτητη δόση νοσταλγίας από τα φοιτητικά χρόνια. 

Υλικά για τέσσερις: μια σπάλα και μισή σέλα αρνίσια, περίπου 1,5 κιλό σύνολο
                                   αλάτι, πιπέρι, ρίγανη, λάδι
                                   8 πίτες
                                   ντομάτα σε λεπτές ροδέλες
                                  σάλτσα γιαουρτιού
                                  κρεμμύδι, μαϊντανός
                                  μπούκοβο
 για τη σάλτσα γιαουρτιού: δυο κουταλιές πρόβειο και δύο κουταλιές στραγγιστό γιαούρτι
                                                 αλάτι, πιπέρι, δυόσμος
                                                λάδι, χυμός λεμονιού, ελάχιστο ξύδι από σέρυ
 για το κρεμμύδι: ένα κρεμμύδι σε λεπτές ροδέλες 
                               ψιλοκομμένος μαϊντανός
                               αλάτι, ελάχιστος χυμός λεμονιού

Το αρνί δεν θέλω να είναι ούτε πολύ λιπαρό, όπως είναι το κρέας από τα παϊδάκια, ούτε πολύ στεγνό όπως το μπούτι. Προτιμώ τη σπάλα, το μπροστινό χεράκι που έχει αρκετό ψαχνό, ανακατεμένο με μισή σέλα, το τμήμα της κοιλιάς που δεν έχει παΐδια, η νεφραιμιά, εκεί που βρίσκεται και το φιλέτο. Αυτό το κομμάτι είναι πιο λιπαρό και δίνει υγρασία και έξτρα τραγανάδα.






Το ψήσιμο γίνεται λίγο ανορθόδοξα. Το λαδώνω ελαφρά, αλατίζω, πιπερώνω, του ρίχνω ελάχιστη ρίγανη και το ψήνω σε προθερμασμένο φούρνο στους 200 βαθμούς στον αέρα. Η θερμοκρασία φαίνεται ψηλή αλλά έτσι το θέλουμε. Σκοπός είναι να πάρει ωραίο χρώμα εξωτερικά και στο εσωτερικό του να παραμείνει ελαφρά ροζ προς το κόκκινο. Ψήνω για 35 περίπου λεπτά, αφαιρώ το κομμάτι της κοιλιάς που είναι πιο λεπτό και συνεχίζω για άλλα δέκα λεπτά με τη σπάλα. Τώρα προσθέτω και λίγο νερό στο ταψί, δεν θέλω να καούν τα ζουμιά που έχουν τρέξει, θα τα χρησιμοποιήσω αργότερα για προαιρετκή αλλά πεντανόστιμη σάλτσα.
Όση ώρα ψήνεται το κρέας ετοιμάζω τα συνοδευτικά. Κόβω το κρεμμύδι σε λεπτές ροδέλες, το ραντίζω ελάχιστα με χυμό λεμονιού και λίγο αλάτι, του προσθέτω τον ψιλοκομμένο μαϊντανό και αφήνω λίγο να μαριναριστεί. Ανακατεύω τα γιαούρτια, ρίχνω αλάτι, λάδι, λεμόνι, ξύδι, δυόσμο, πιπέρι και αφήνω και αυτό στην άκρη να ενωθούν οι γεύσεις. 






Μόνο το κρέας λείπει, περιμένουμε να ψηθεί αλλά δεν αργεί, είπαμε, γίνεται σε σχεδόν 35 λεπτά.






Το επόμενο στάδιο είναι προαιρετικό αλλά μου αρέσει πολύ. Σε καταρολάκι βράζω λίγο κόκκινο κρασί από ξινόμαυρο και μόλις μείνει ελάχιστο προσθέτω τα ζουμιά από τα ταψί που συμπυκώνω σε δυνατή σάλτσα. Αφήνω λίγα λεπτά το κρέας να ξεκουραστεί και ξεκινάει το ενδιαφέρον κομμάτι της διαδικασίας. Κόβω το κρέας σε κομμάτια μικρά, ίσα να θυμίζει γύρο σχετικά χοντροκομμένο. Αν έχει ψηθεί σωστά το κρέας, το κομμάτι της κοιλιάς θα είναι τραγανό και ζουμερό και η σπάλα θα είναι ελαφριά κόκκινη και εξόχως ζουμερή κι αυτή. Ζεσταίνω πολύ, πάρα πολύ το μαντεμένιο τηγάνι σε υψηλή φωτιά και ρίχνω τα κομμάτια του κρέατος ανακατεμένα, όχι όμως όλα μαζί, τα θέλω σε μία στρώση.






Η διαδικασία αυτή πρέπει να γίνει γρήγορα, γι' αυτό και το τηγάνι πρέπει να ζεματάει. Θέλω να πάρει εξωτερικά μια κρούστα χωρίς να στεγνώσει το εσωτερικό του, δεν θέλω να χαλάσω την καλή δουλειά που έγινε στο πρώτο βήμα. 
Εν τω μεταξύ ζεσταίνω και το άλλο μαντεμένιο τηγάνι, σ' αυτό βάζω και ελάχιστο λάδι και ψήνω τις πίτες μία μία και μόνο από την εξωτερική πλευρά, η εσωτερική πρέπει να είναι αφράτη για να ρουφήξει τις γεύσεις της γέμισης.
Όλα έτοιμα, συναρμολόγηση. 






Μια γεμάτη κουταλιά σάλτσα γιαουρτιού, μπόλικο κρέας, λίγη έντονη σάλτσα κρασιού αν τη φτιάξαμε, δυο ροδέλες νομάτας, κρεμμύδι με μαϊντανό, και πασπάλισμα με ελάχιστο, και θαυμάσιο, καπνιστό μπούκοβο.






Πριν βάλουμε το κρέας στο τηγάνι μπορουμε να το αρωματίσουμε με ό,τι τραβάει η όρεξή μας. Κι άλλη ρίγανη, τριμμένα σπόρια κόλιανδρου που ταιριάζουν καταπληκτικά, ελάχιστο κύμινο, σουμάκι, δεντρολίβανο, γενικά όλα τα γνωστά αρωματικά που ταιριάζουν με το αρνί. Όμως δοκίμασα λίγο (χμμ, καλά, πολύ...) και είδα ότι το κρέας ήταν πολύ νόστιμο, πολύ ποιοτικό και το άφησα ως έχει, του άξιζε να είναι απόλυτος πρωταγωνιστής. 






Το συγκεκριμένο κρέας το αγόρασα από τη Θεσσαλονίκη, από έναν χασάπη που μου συστήσανε πρόσφατα με βιολογικά κρέατα, Κοσκερίδης λέγεται στην Αιγαίου. Πήρα από όλα τα κρέατά του για να τα δοκιμάσω αλλά η πρώτη εντύπωση είναι θετικότατη.






Ένας γύρος κανονικός δυναμίτης. Απίστευτα ζουμερός, τραγανός, εθιστικός, ολίγον βαρύς αλλά σαφώς ελαφρύτερος από τα λιγδωμένα πιτόγυρα της αγοράς, όνειρο. Ακόμα και το κρεμμύδι με το μαϊντανό, επειδή έμεινε λίγη ώρα στο αλάτι και το λεμόνι είναι πολύ καλό, έχει φύγει η επιθετική αψάδα, εξάλλου έχουμε το μπούκοβο γι' αυτή τη δουλειά. 






Αν είχαμε ψήσει κανονικά το κρέας από την αρχή, με το πέρασμα από το τηγάνι θα ξεραινόταν, θα έχανε τους χυμούς του. Και αν δεν το περνούσαμε από το τηγάνι δεν θα γινόταν τόσο τραγανό και απολαυστικό, άσε που έτσι έχουμε καλύτερο έλεγχο στο τελικό αποτέλεσμα. Και όλη η διαδικασία είναι και αρκετά γρήγορη, από το μηδέν μέχρι το πιάτο σε μία ώρα. Αν είστε φίλοι του γύρου και του αρνιού δοκιμάστε τον και δε θα θέλετε να ξαναδείτε έτοιμο, άθλιο, ολλανδικό, χοιρινό, λιγδωμένο πιτόγυρο...

Υ.Γ.: Πριν λίγες μέρες πήγαμε στον Πλαταμώνα, στο χωριό μου, για να βράσουμε τα τσίπουρα. Οι ουρανοί άνοιξαν από το πρωί και για αρκετές ώρες, όμως ο ήλιος βγήκε κάποια στιγμή, λαμπερός και αναζωογονητικός, και η φάρμα που βρίσκεται το καζάνι μάς αποκαλύφθηκε πανέμορφη.






Με πολλά πτηνά, μου γυάλισε το μάτι, τα ήθελα όλα. Κότες, πάπιες, χήνες, γαλοπούλες, όλα καλοθρεμμένα, απολάμβαναν τον ήλιο και το χορτάρι.






Φανταζόμουν τα μπούτια αυτής της χήνας confit, το στήθος της ζουμερό, την πετσούλα της κριτσανιστή και μου τρέχανε τα σάλια, ενώ ο περήφανος κόκορας






ήταν ό,τι πρέπει για να κάνει παρέα σε χοντρό μακαρόνι με αρωματική κόκκινη σάλτσα. Όμως δεν σκέφτονται όλοι έτσι. Την ξέρετε την Πέππα το γουρουνάκι; Όσοι έχετε μικρά παιδιά σίγουρα την ξέρετε. Και ξέρετε πόσο της αρέσει να τσαλαβουτάει στους νερόλακκους. Έτσι και μια μικρή, πολύ μικρή, ενάμιση χρονών, έτρεχε στα νερά φωνάζοντας "Πέππα, Πέππα..." αγχώνοντας τις παρακείμενες γιαγιάδες.






Φυσικά η μεγάλη ζήλεψε, δεν γινόταν να μείνει έτσι, οπότε αποφάσισε να το κάνει με περισσότερο στυλ και σίγουρα πιο εντυπωσιακά. 






Μπορεί να γεμίσαμε ένα πλυντήριο με άπλυτα, μπορεί συντηρητικές γιαγιάδες να πάθανε αποπληξία με αυτό που βλέπανε, μπορεί να λέρωσαν λίγο και τα πατάκια στο αυτοκίνητο, όμως το γέλιο που κάνανε οι μικρές και το χαμόγελο μέχρι τα αυτιά που είχαν όλη την μέρα δεν το αλλάζω με τίποτα στον κόσμο. Ούτε καν με τα ωραία πτηνά που δυστυχώς μου ξέφυγαν και γλίτωσαν όλα...

Δευτέρα 17 Νοεμβρίου 2014

Τόνος στο άψε σβήσε

Κάτι δεν πάει καλά τον τελευταίο καιρό, υπάρχει παντελής αφλογιστία, καμία δημιουργικότητα, ανύπαρκτη έμπνευση άρα και μηδενική παραγωγή αναρτήσεων. Και να πεις ότι δεν τρώμε καλά, μέγα ψέμα θα ήταν, αφού έχουμε κάνει καταπληκτικά και αξέχαστα γεύματα τον τελευταίο καιρό. Οι λόγοι πολλοί, οι βασικότεροι όμως δύο. Πρώτος η δουλειά, όπου τον τελευταίο καιρό πραγματικά με κουράζει αφάνταστα, μου χαλάει τη διάθεση, δεν την αντέχω με τίποτα, θέλω να τα παρατήσω και να βρω κάτι άλλο. Μήπως κατά τύχη ψάχνει κανείς β' βοηθό ανθυπομάγειρα να με προσλάβει; Κατά προτίμηση στην Αθήνα αλλά δεν λέω όχι και στο εξωτερικό...
Ο κυριότερος λόγος όμως είναι το ρημάδι το αυγό. Μου έχει πάρει τα μυαλά, το χρησιμοποιώ συνεχώς και κάθε φορά με εκπλήσσει ευχάριστα, εξ ου και τα μαγικά γεύματα που ανέφερα πριν. Όμως δεν έχει νόημα να γράφω συνέχεια γι' αυτό, δεν θέλω το blog να είναι μια συνεχής διαφήμισή του, δεν τα παίρνω εξάλλου από κανένα. Όμως όλη μου η σκέψη και μαγειρική ενέργεια αναλώνεται στο τι θα φτιάξω σ' αυτό. Είναι κι αυτό το άτιμο το μπαλκόνι μας με τη θέα στο άπειρο, είναι και που μ' αρέσει πολύ το outdoor cooking και έχω ξεχάσει λίγο την κουζίνα μου, δικαιολογίες για να ανάβω συνεχώς το αυγό και να μην έχω τίποτα να γράψω.
Σήμερα όμως είναι αλλιώς. Άδεια από τη δουλειά, λαϊκή στο Λιτόχωρο μετά από πολύ καιρό, ασήκωτα ψώνια και ένας τόνος που μου έκλεινε επίμονα το μάτι, συνθήκη αρκετή για να τον αγοράσω άμεσα. Πριν φύγουμε από τη λαϊκή είχα ήδη αποφασίσει πώς θα τον κάνω, πλακώθηκα στις ετοιμασίες, έβγαλα και φωτογραφίες μετά από καιρό και έτοιμη η πιο αυθόρμητη και με τον λιγότερο προγραμματισμό ανάρτηση από καταβολής slowchefs.






Και το καλύτερο; Πάρα πολύ καλή, δικιάς μου έμπνευσης από την αρχή μέχρι το τέλος, άρα και μεγαλύτερη η ικανοποίηση. Και πολύ γρήγορη στην εκτέλεση. Πού φτάσαμε, αν είναι δυνατόν να αναφέρω ολόκληρος slowchefs ως πλεονέκτημα ότι η συνταγή είναι γρήγορη...
Όμως έχει κι άλλο ακόμα καλύτερο. Σ' αυτό το πιάτο δεν υπάρχουν συνοδευτικά, όλα τα στοιχεία είναι πρωταγωνιστές, δρουν συμπληρωματικά μεταξύ τους με τέλεια ισορροπία, με διαφορετικές υφές, με πλούσια γεύση, όνειρο. Ας δούμε λοιπόν ένα πιάτο με τόνο, πράσα, μαγιονέζα και ραπανάκια.

Υλικά: ένας τόνος, ήταν περίπου 1,3 κιλά
            άλμη 4% στο αλάτι και 2% στη ζάχαρη
 για τα πράσα: 4 πράσα, το άσπρο τμήμα τους
                          200ml άσπρος ζωμός κότας
                          χυμός από ένα μανταρίνι και μισό λεμόνι
                          ελάχιστο φρεσκοτριμμένο μοσχοκάρυδο
                          λίγο καπνιστό μπούκοβο
                          λάδι, αλάτι, μαύρο πιπέρι
                         50γρ κρύο βούτυρο σε κυβάκια
 για τη μαγιονέζα: ένα κρόκο αυγού
                                ένα κουταλάκι μουστάρδα Dijon
                                150ml λάδι (μισό ελαιόλαδο - μισό ηλιέλαιο)
                                χυμό από ένα μανταρίνι και μισού (ή λίγο λιγότερου) λεμονιού
                                αλάτι, ελάχιστο πιπέρι καγιέν
 μερικά ραπανάκια και λίγο ξύδι
 για το τέλος: λίγο ελαιόλαδο, ανθός αλατιού, φρεσκοτριμμένο πιπέρι






Ξεκινάω με τον τόνο, που σαν ψάρι στην Ελλάδα το έχουμε λίγο παρεξηγημένο και πολύ κακοποιημένο. Ξεραίνεται πολύ εύκολα και θέλει προσοχή στο ψήσιμό του. Δεν είναι εξάλλου τυχαίο που στον υπόλοιπο κόσμο τον τρώνε rare και στην Ιαπωνία ωμό. Δεν θα φτάσω σε τέτοιο σημείο αλλά θα του φερθώ όπως του αξίζει.
Πρώτη δουλειά να τον φιλετάρω, διαδικασία λίγο διαφορετική από τα άλλα ψάρια, όπου πρέπει να αφαιρεθεί ο κεντρικός ιστός που έχει πολύ αίμα και πικρίζει, όπως και κάποιοι σύνδεσμοι που είναι σκληροί. Δεν είναι εύκολη η περιγραφή αλλά ευτυχώς υπάρχουν άπειρα βιντεάκια στο youtube που δείχνουν πώς γίνεται.






Εγώ το έκανα για πρώτη φορά και μου ξέφυγαν ορισμένα λαθάκια αλλά το τελικό αποτέλεσμα ήταν αρκετά ικανοποιητικό. 






Το χρώμα του είναι απίθανο, βαθιά κόκκινο, κρεάτινο, πολύ θελκτικό. Ετοιμάζω και την άλμη όπου σε ένα λίτρο νερό διαλύω 40γρ αλάτι και 20γρ ζάχαρη, βάζω τα κομμάτια του τόνου και μπαίνει στο ψυγείο για μισή ώρα.
Επόμενη η μαγιονέζα, όπου ήθελα να έχει ένα διακριτικό άρωμα μανταρινιού, όπως εξάλλου και τα πράσα. Χτυπάω με τον αυγοδάρτη τον κρόκο με τη μουστάρδα, προσθέτω σιγά σιγά τα λάδια, αραιώνω με το χυμό του μανταρινιού και του λεμονιού, αλατίζω και πιπερώνω με το καγιέν. 






Πανεύκολη διαδικασία που την κάνω πάντα με το χέρι χωρίς μίξερ, με σίγουρα και ελεγχόμενα αποτελέσματα ως προς την οξύτητα, το αλάτι, την υφή.
Σειρά έχουν τα πράσα. Τα συγκεκριμένα ήταν ολόφρεσκα, πολύ δροσερά και ελκυστικά αλλά και με πολλά χώματα. Επειδή θα μαγειρευτούν χωρίς να τα χαράξω, δεν χρησιμοποιώ σχεδόν καθόλου από το πράσινο τμήμα γιατί εκεί συνήθως κρατάει χώμα, που θέλει σκίσιμο και πλύσιμο για να φύγει. 






Ξεφλουδίζω δύο τρία εξωτερικά φύλλα και τα κόβω σε κομμάτια πέντε περίπου εκατοστών. Τον τρόπο μαγειρέματος τον έχω δείξει πολύ παλιότερα στην ανάρτηση για το τηγάνι μου αλλά ας τον ξαναθυμηθούμε, εύκολος είναι. Από τότε που έγραψα γι' αυτά έχω πάρει και το αγαπημένο μου πλακερό, ιδανικό για τη δουλειά αφού έχει και δικό του καπάκι (και είναι τέλειο, ακούς Λίζα; Ελπίζω να το έχεις ήδη πάρει...).






Ζεσταίνω λοιπόν καλά το πλακερό, ρίχνω λίγο λάδι και βάζω τα πράσα σε μια στρώση, αλατίζω ελαφριά, και σωτάρω μέχρι να πάρουν χρώμα και από τις δύο πλευρές. Σβήνω με τον χυμό του μανταρινιού και του λεμονιού, οπότε ντεγκλασάρεται και ό,τι έχει κολλήσει στον πάτο, προσθέτω τον ζωμό και αφήνω να σιγοβράσει για 20 περίπου λεπτά με κλειστό καπάκι. Θέλω όταν γίνουν να έχει μείνει λίγο ζουμί, ίσως χρειαστεί να ανοίξω το καπάκι στην πορεία και να σωθεί λίγο. Προσθέτω ελάχιστο φρεσκοτριμμένο μοσχοκάρυδο, πιπέρι, λίγο μπούκοβο, διορθώνω το αλάτι και μόλις μαλακώσουν και γίνουν σβήνω το μάτι και ρίχνω τα κυβάκι του βουτύρου να δέσει η σάλτσα.
Όσο βράζουν ψήνω τον τόνο. Τον βγάζω από την άλμη, τον ξεπλένω λίγο, τον σκουπίζω καλά και το ψήνω σε προθερμασμένο φούρνο στους 125 βαθμούς για περίπου δέκα λεπτά. Ελέγχω με θερμόμετρο και θέλω η εσωτερική θερμοκρασία στο χοντρότερο κομμάτι να φτάσει τους 48 με 50 βαθμούς, όχι παραπάνω, θα ξεραθεί. Καλά, το ομολογώ, πάλι έκλεψα λίγο και τον έκανα στο αυγό με ξυλάκια μηλιάς για άρωμα, οπότε έγινε και ελαφριά καπνιστός και απίθανα ζουμερός.
Τα ραπανάκια τα έπλυνα, τα έκοψα σε στικάκια και τους έριξα λίγο ξύδι μέχρι να τα χρησιμοποιήσω. Έτοιμα όλα, στήσιμο. 



  


Δύο κομματάκια τόνου, τρία πράσα, τρεις κουταλίτσες μαγιονέζα, στικάκια από τα ραπανάκια, ράντισμα με το καλύτερο ελαιόλαδο, λίγος ανθός αλατιού στο ψάρι, λίγο πιπέρι στο όλο.






Όλα τα στοιχεία στο πιάτο είναι απίθανα, και το καθένα χωριστά αλλά και όλα μαζί σαν σύνολο. Το ψάρι πολύ ζουμερό και απίθανα καπνισμένο, τα πράσα γλυκά και καυτερά μαζί, η μαγιονέζα δίνει ξεχωριστή οξύτητα με το διακριτικό άρωμα μανταρινιού, τα ραπανάκια τραγανά, καυτερά, δροσιστικά, σκέτο παιχνίδισμα στον ουρανίσκο.






Την ιδέα για τα ραπανάκια την πήρα από τους Ιάπωνες, όπου στο σούσι με τόνο, και όχι μόνο, χρησιμοποιούν κρέμα από wasabi. Φυσικά η γεύση του είναι εντελώς διαφορετική αλλά έχει κι αυτό την κάψα όπως και τα ραπανάκια, που είναι όμως και διαθέσιμα στη λαϊκή. 
Η συγκεκριμένη ποσότητα στο πιάτο είναι ιδανική για ένα ορεκτικό συνοδεία τσίπουρου ή μέρος μιας μακριάς αλληλουχίας διαφορετικών πιάτων. Εμείς που το φάγαμε για μεσημεριανό απλά το... τσακίσαμε όλο, δεν έμεινε τίποτα. Ακόμα και οι μικρές καταευχαριστήθηκαν το ψάρι αλλά και τα ραπανάκια, που συνεχίσαμε να τα τρώμε και μετά το τέλος του φαγητού.
Δεν ξέρω αν θα μπορέσω να επανέλθω σε κανονικούς ρυθμούς παραγωγής αναρτήσεων, μπορεί εξάλλου ό,τι είχα να δώσω στη μαγειρική να το έχω ήδη δείξει. Όμως είμαι περήφανος για το σημερινό πιάτο, ήταν από την αρχή μέχρι το τέλος δικό μου, κάτι που συμβαίνει πολύ σπάνια, και το καλύτερο, αυτό έγινε χωρίς τις συνήθεις χρονοβόρες δοκιμές, αποτυχίες και απογοητεύσεις. Ήταν τόνος στο άψε σβήσε...

Υ.Γ.1: Πριν λίγο καιρό κάναμε οικογενειακώς μια πολύ όμορφη βόλτα στο δάσος, ακολουθώντας το κεντρικό μονοπάτι Ε4 του Ολύμπου. Η φύση στα καλύτερά της, το φαράγγι είναι πανέμορφο το φθινόπωρο και, λόγω των τελευταίων βροχών, τα μανιτάρια ήταν άπειρα.






Δυστυχώς δεν τα αναγνωρίζω ποια είναι αυτά που μπορείς να τα φας και δεύτερη φορά, οπότε μείναμε μόνο με τις φωτογραφίες και την υπέροχη φύση στο μυαλό μας.

Υ.Γ.2: Κάποια στιγμή ήρθαν τα αδέρφια μου με τα ανήψια για ένα πιτζάμα - πίτσα πάρτυ αλλά και την απαραίτητη βόλτα στο βουνό. Πήγαμε εκεί που τον Φεβρουάριο είχα φωτογραφίσει τους πρώτους κρόκους της άνοιξης και η Γεωργία έβγαλε μια εκκεντρική φωτογραφία. 






Μπροστά εγώ και από πίσω οι μικρές, με την ξαφερφούλα τους ανάμεσα με τα ροζ, σαν παπάκια που ακολουθούν τη μαμά τους. Χαζομπαμπάς...