Σε ποιον να το πω και ποιος να με πιστέψει. Αν είναι δυνατόν να χρειάζονται τόσοι μήνες για να καταφέρω να γράψω για ένα club sandwich. Από τον Φεβρουάριο το προσπαθώ και πάντα κάτι πήγαινε στραβά, κάποιο βασικό υλικό μου έλειπε. Εύλογα λοιπόν θα αναρωτηθεί κάποιος "καλά, τι έχει πια αυτό το club που το καθιστά τόσο δύσκολο να βρεθούν τα υλικά του αλλά και γιατί αξίζει να μπει σε τούτο δω το blog, ε;". Όμως, όπως έχω δείξει πολλές φορές στο παρελθόν, ακόμα και τα πιο απλά φαγητά μπορούν να απογειωθούν εάν γίνουν με προσοχή, με μεράκι, με όρεξη για το κατιτίς παραπάνω. Και τι παραπάνω έχει τούτο δω; Απλά, απλούστατα, είναι φτιαγμένο από την αρχή, χωρίς τίποτα έτοιμο, όλα σπιτικά και με τις καλύτερες προδιαγραφές.
Η βασική ιδέα είναι του J. Oliver, όπου πριν από πάρα πολλά χρόνια είχε δείξει ένα club με αστακό και μπέικον, με είχε ενθουσιάσει σαν ιδέα και είχε χαραχτεί στο μυαλό μου. Η αφορμή για να το φτιάξω ήταν το ψωμί του τοστ που έφτιαξα τον χειμώνα, γαλλικό brioche στην ουσία, πολύ νόστιμο και αρωματικό, βουτυράτο, αέρινο, τέλειο. Κατευθείαν όταν έφαγα τα πρώτα τοστ με αυτό θυμήθηκα τον J. Oliver και άρχισα να ψάχνω τι και πώς.
Πρώτη δυσκολία ο βασιλικός, δεν μπορούσα να βρω πουθενά εδώ τον χειμώνα και το άφησα για αργότερα, όπως είχα γράψει εξάλλου και σ' αυτό το υστερόγραφο από τις αρχές Μαρτίου.
Δεύτερη ο αστακός που εννοείται αντικαταστάθηκε από γαρίδες, που κι' αυτές όμως δεν είναι πάντα διαθέσιμες, ενώ ήθελα ν' αποφύγω τις άνοστες κατεψυγμένες. Και όλα αυτά έπρεπε να βρεθούν ενώ θα έχω ήδη φτιάξει το ψωμί που θέλει ένα 24ωρο να γίνει, χρόνος αρκετός να χαλάσουν οι γαρίδες. Απο το Μάιο δε, μπήκε ένα ακόμα χρονικό εμπόδιο, το μπέικον έπρεπε να είναι δικό μου, με μόνο... 7 με 9 μέρες για να γίνει.
Πλέον οι δικαιολογίες τελειώσανε. Είδα ότι στη λαϊκή φέρνουν πλέον γάμπαρη σχεδόν κάθε φορά, οπότε οργάνωσα έτσι τα υπόλοιπα ώστε να είναι έτοιμα on time.
Club sandwich λοιπόν, φτιαγμένο από την αρχή, τόσο για κορυφαίο αποτέλεσμα όσο και για την ευχαρίστηση του μάγειρα που θα χρειαστεί να αφιερώσει κάμποση από την ενέργειά του για να εκτελέσει το κάθε βήμα με ακρίβεια και υπομονή.
Υλικά: τρεις φέτες ψωμί του τοστ
200γρ γαρίδες ή γάμπαρη, ζυγισμένες ακαθάριστες
μαγιονέζα βασιλικού
έξι φέτες μπέικον
τέσσερις φέτες ντομάτας
δύο φύλλα μαρούλι ή, όπως στο δικό μου, ρόκα
βούτυρο
και για το σερβίρισμα τσιπς
Στα επιμέρους τώρα. Για το ψωμί τα έχω γράψει όλα εδώ, το μόνο που μπορώ να προσθέσω είναι ότι, έχοντας δοκιμάσει πλέον πολλά αλεύρια, το καλύτερο αποτέλεσμα το πετυχαίνω με 300γρ μαλακό για όλες τις χρήσεις Κούλα, 100γρ Λήμνος και 100γρ Robin Hood.
Για τη μαγιονέζα: ένας κρόκος
ένα κουταλάκι μουστάρδα Dijon
80ml ελαιόλαδο
70ml ηλιέλαιο
χυμός λεμονιού
μερικά φύλλα βασιλικού
αλάτι, πιπέρι καγιέν
Για το μπέικον: ένα ενιαίο κομμάτι από την κοιλιά του γουρουνιού, μια ολόκληρη παντσέτα
60γρ αλάτι
30γρ καστανή ζάχαρη
0,1γρ νιτρώδες νάτριο
μια κουταλιά μέλι
μια κουταλιά σπόροι κόλιανδρου χοντροσπασμένοι
μια κουταλιά μαύρο πιπέρι χοντροσπασμένο
ένα κοφτό κουταλάκι μπούκοβο
πέντε κεδροκούκουτσα χοντροσπασμένα
ένα αστεροειδή γλυκάνισο
ένα κουταλάκι πάπρικα γλυκιά
ένα κουταλάκι θυμάρι φρέσκο ψιλοκομμένο ή ξερή ρίγανη
ένα φύλλο δάφνης
Για τα τσιπς: μαντέψτε, μια... πατάτα
Ξεκινάω λοιπόν με το πιο χρονοβόρο που είναι το μπέικον, για το οποίο έκανα μια αναφορά στην κοτόπιτα και ήδη από τότε κάποιοι εξέφρασαν την επιθυμία να το δείξω.
Παίρνω ένα ολόκληρο κομμάτι παντσέτα, φροντίζοντας να χωράει σε ένα μεγάλο τάπερ που έχω. Προτιμώ να περισσεύει λίγο, έτσι ώστε να το κόψω στις διαστάσεις που θέλω και να φτιάξω και ένα μεζέ με ό,τι δεν χωράει... Περίπου το κομμάτι είναι λίγο πάνω από 1,5 κιλό. Ανακατεύω όλα τα υλικά σε μια μπασίνα, προσέχοντας μόνο το μέλι να είναι λεπτόρευστο, οπότε ίσως το ζεστάνω λίγο σε μπεν μαρί. Και να μην ενσωματωθεί όμως καλά δεν μας πειράζει, θα γίνει με τον χρόνο που απαιτείται. Απλώνω λοιπόν το μείγμα πάνω στο κρέας σε όλες τις πλευρές του και το βάζω στο τάπερ, σκεπάζω με το καπάκι και μπαίνει στο ψυγείο. Θα μείνει στο αλάτι με τα μυρωδικά για 6 με 8 μέρες, ενώ το γυρίζω κάθε μέρα για ομοιόμορφο πάστωμα. Το κρέας θα βγάλει υγρά αλλά δεν μας απασχολεί και εννοείται δεν τα χύνω. Αυτή η φορά χρησιμοποίησα δύο τάπερ γιατί το μεγάλο ήταν κατειλημμένο, οπότε και έκοψα το κρέας στα δύο. Μετά από 7 μέρες έχει σφίξει και είναι έτοιμο.
Το ξεπλένω από την άλμη και τα μπαχαρικά και δοκιμάζω. Κόβω μια λεπτή φέτα, την ψήνω στο τηγάνι και έτσι ελέγχω το αλάτι. Αν είναι πολύ αλμυρό το αφήνω για μισή περίπου ώρα σε νερό που το αλλάζω μερικές φορές. Έτσι όπως είναι μπορεί να διατηρηθεί για κάποιο διάστημα στο ψυγείο τυλιγμένο σε διαφανή μεμβράνη και να κόβουμε όσο θέλουμε, να το τηγανίζουμε και να το απολαμβάνουμε, είναι πολύ καλό ακόμα και χωρίς το κάπνισμα.
Όμως ο καπνός μας αρέσει, οπότε μπαίνει στο καπνιστήριο με ξυλάκια μηλιάς και αγριοκαρυδιάς για το άρωμα, στους 100 βαθμούς για περίπου τρεις ώρες.
Το αφήνω να κρυώσει εντελώς και το βάζω στο ψυγείο τυλιγμένο σε διαφανή μεμβράνη για τουλάχιστον μια μέρα, να σφίξει το λίπος που έχει σχεδόν λειώσει. Καλύτερα θα ήταν να το έβαζα στην πρέσσα με τα μαντέμια, όμως το ψυγείο μας είναι πολύ μικρό και δεν χωράει τέτοια κόλπα. Πλέον είναι έτοιμο και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε άπειρες παρασκευές, καρμπονάρες, πίτες, ομελέτες, τα πάντα. Μπορεί να κοπεί όπως το θέλουμε, από πολύ λεπτές φέτες για τηγάνισμα, κυβάκια, lardons, χοντρές φέτες ενώ σίγουρα είναι μακράν καλύτερο από τα αγοραστά που έκτοτε με έχουν ξενερώσει...
Τέλος, ο καθένας αν ασχοληθεί να το φτιάξει, μπορεί με δοκιμές να ισορροπήσει στα γούστα του το αλάτι και τη ζάχαρη, όπως και να φτιάξει το δικό του συνδυασμό μυρωδικών, διαφορετικό κάθε φορά για να μη το βαριόμαστε ποτέ.
Μια μέρα πριν φτιάξω το club ξεκινάω το brioche, όπως το έχω γράψει αναλυτικά τον Φεβρουάριο.
Την άλλη μέρα φτιάχνω τη μαγιονέζα. Σε μια μπασίνα ρίχνω τον κρόκο και τη μουστάρδα και ανακατεύω με τον αυγοδάρτη. Αρχίζω να προσθέτω το λάδι, σιγά σιγά στην αρχή και πιο γρήγορα στη συνέχεια, μέχρι να απορροφηθεί όλο. Να πω την αμαρτία μου ποτέ δεν ζυγίζω το λάδι, το έχω κάνει τόσες φορές που πλέον σταματάω όταν πετύχω την υφή που θέλω και μου πετυχαίνει πάντα.
Λειώνω στο γουδί τον βασιλικό μαζί με λίγο αλάτι και τον ενσωματώνω στη μαγιονέζα. Διορθώνω το αλάτι, προσθέτω το πιπέρι καγιέν και το χυμό λεμονιού. Δεν ρίχνω μόνο λίγες σταγόνες λεμόνι, ίσως βάλω και το χυμό του μισού, ανάλογα και πόσο ζουμερό είναι, γιατί θέλω η μαγιονέζα να είναι σχετικά όξινη, ταιριάζει πολύ.
Σειρά έχει η γάμπαρη. Αν χρησιμοποιούσα γαρίδες θα τις έψηνα στην ψησταριά αλλά με 28 ευρώ το κιλό προσπέρασα σφυρίζοντας αδιάφορα.
Πήρα γάμπαρη με 5 ευρώ, τις καθάρισα και τις έψησα βιαστικά στο μαντεμένιο τηγάνι για πολύ λίγο προκειμένου να μη σκληρύνουν. Συγκεκριμένα αφαίρεσα τα κεφάλια πριν το ψήσιμο και τα κελύφη μετά για να μη στεγνώσει η σάρκα τους.
Μεγάλο κεφάλαιο τα τσιπς και κατευθείαν ανοίγει μεγάλη παρένθεση. Στα παιδικά μου χρόνια έφαγα άπειρες ώρες στα ωδεία μαθαίνοντας βιολί και θεωρητικά, από πολύ μικρός και για όλο το σχολείο, ενώ και στο πρώτο έτος φοιτητής ήμουν στην Καλών Τεχνών στο μουσικό τμήμα. Μετά ήρθε το χαστούκι και τα παράτησα όλα, ωστόσο από αντίδραση ξεκίνησα μόνος μου μπουζούκι, όπου και μου έδινε ένα κάποιο χαρτζηλίκι στα φοιτητικά μου χρόνια αλλά και πολύ όμορφες βραδιές. Μου έχει μείνει απωθημένο όμως, πάντα ήθελα να μάθω και μαντολίνο, όπου έχει το κούρδισμα του βιολιού και την τεχνική της πένας του μπουζουκιού, άρα πολύ εύκολο για μένα που κατέχω και τα δύο. Και κλείνω αυτήν την εκτενή, και άσχετη με το θέμα, παρένθεση λέγοντας ότι πλέον είναι δύο τα μαντολίνα που θέλω, ένα για να παίξω τα άπαντα του Bach και ένα για να κόβω σε πολύ λεπτές φέτες την πατάτα, απαραίτητη συνθήκη για πετυχημένα τσιπς.
Με το μαχαίρι είναι πολύ δύσκολο. Ναι, έχω καλό μαχαίρι, ναι, ξέρω να το χειρίζομαι αλλά εδώ τα πράγματα ξεφεύγουν. Εκτός του ότι πρέπει να είναι λεπτά κομμένα, πρέπει να έχουν και το ίδιο πάχος, γιατί το μισό χιλιοστό με το ένα στο μάτι φαίνονται ίδια αλλά το ένα είναι διπλάσιο και θέλει και διπλάσιο χρόνο να γίνει. Για το τέλειο club όμως το έκανα. Πατάτα ιδανική για τηγάνι, με καλύτερη απ' όλες την ποικιλία αγκριά, λεπτό και ομοιόμορφο κόψιμο, καλό πλύσιμο, ακόμα καλύτερο στέγνωμα μία μία σε χαρτί και κατευθείαν στο καυτό λάδι. Και επειδή δεν είχαν όλα το ίδιο πάχος, ψάρευα με τη συρμάτινη κουτάλα όσα ήταν έτοιμα, σχεδόν ένα ένα...
Εν τω μεταξύ ψήνω τις φέτες του μπέικον στο μαντέμι μέχρι να γίνουν εξόχως crispy.
Όλα έτοιμα, στήσιμο. Το brioche πρέπει να είναι εντελώς κρύο πριν το κόψουμε, οπότε και ψήνω τις τρεις φέτες στη φρυγανιέρα.
Περιμένω πάλι να κρυώσουν λίγο, οπότε και αλείφω ελάχιστο βούτυρο, που δρα σαν μονωτικό για το ψωμί, και στις τρεις φέτες, ενώ βάζω και μια γενναία κουταλιά μαγιονέζα στις δύο.
Σειρά έχει η γάμπαρη, που επειδή είναι μικρή δεν την έκοψα σε πιο μικρά κομμάτια, ενώ από πάνω της έριξα ελάχιστο αλάτι και πιπέρι.
Μαρούλι δεν βρήκα καλό, κάτι μαραμένες σγουρές σαλάτες μόνο, οπότε και προτίμησα την άγρια ρόκα. Μπαίνει κι' αυτή λοιπόν και από πάνω η ντομάτα, επίσης με λίγο αλάτι και πιπέρι.
Τελευταίο μπαίνει το μπέικον.
Αυτονόητη η επόμενη κίνηση, η σκέτη βουτυρωμένη φέτα σκεπάζει τη διπλανή της και οι δυο μαζί την τρίτη.
Πλέον είναι έτοιμο αλλά μπορούμε να το προχωρήσουμε λίγο παραπέρα. Κόψιμο σε τριγωνάκια και μπόλικα τσιπς ανάμεσά τους, πασπαλισμένα με λίγο ανθό αλατιού.
Όνειρο. Μετά από τόσο καιρό επιτέλους το έχω στα χέρια μου. Μαγικό, απίστευτο και σίγουρα πολύ υψηλού επιπέδου.
Ο συνδυασμός του μπέικον με τη γάμπαρη είναι τέλειος, όπως εξάλλου και με πολλά θαλασσινά, π.χ. χτένια, καθόλου περίεργος και δεν πρέπει να μας φαίνεται αταίριαστος. Το ψωμάκι είναι καταπληκτικό, βουτυράτο και αέρινο, η ντομάτα δίνει δροσιά, η ρόκα την αψάδα της και η μαγιονέζα δένει όλα τα υλικά μεταξύ τους. Όσο για τα τσιπς, στέκουν από μόνα τους, τραγανά και εθιστικά, κανείς δε μπορεί να φάει μόνο ένα...
Μια παρατήρηση μόνο, η ρόκα φάνηκε too much στη σύζυγο που δήλωσε ότι θα το προτιμούσε με μαρούλι. Δε θα με χαλούσε το μαρούλι, αρκεί όμως να ήταν καλό και όχι όπως τα τραγικά που βρήκα σήμερα.
Είναι συνολικά το καλύτερο club sandwich που έχω φάει, με διαφορά από το δεύτερο που ούτε καν θυμάμαι πλέον ποιο ήταν. Άξιζε όμως όλη αυτή η προσπάθεια; Ρητορική ερώτηση, κάθε βήμα το καταευχαριστήθηκα. Εξάλλου όλα τα επιμέρους στοιχεία τα έχουμε πολύ συχνά στο σπίτι μας, τα φτιάχνω και μας αρέσουν πολύ. Αυτό που με δυσκόλεψε σαν τεχνική ήταν τα τσιπς και κυρίως να μπορέσω να έχω όλα τα υλικά στον κατάλληλο χρόνο το καθένα. Πλέον ο δρόμος άνοιξε, τώρα που ξέρω πόσο καλό γίνεται θα επιδιώξω να το τρώμε συχνότερα.
Υ.Γ.: Το τελευταίο καρπούζι που φάγαμε ήταν αρκετά χοντρόφλουδο, γι' αυτό αποφάσισα να δοκιμάσω να φτιάξω γλυκό του κουταλιού. Το σαββατοκύριακο ήμασταν στο πατρικό μου, οπότε και το έκοψα και το έβαλα στον ασβέστη αλλά φωτογραφίες δεν έβγαλα. Έπρεπε να γυρίσουμε σπίτι μας και να μπει στην κατσαρόλα για να φωτογραφηθεί.
Χοντρικά εφάρμοσα ό,τι και στην κολοκύθα, όπου στη μία κατσαρόλα έβαλα κανονικά μικρά κομμάτια και στην άλλη πολύ μεγάλα. Δυστυχώς το αποτέλεσμα δεν ήταν το αναμενόμενο. Μου φαίνεται λίγο άγευστο, παρά τη βανίλια και την αρμπαρόριζα που έβαλα, ενώ και στο κέντρο δεν υπήρχε όπως με την κολοκύθα αυτός ο τέλειος πουρές που με ενθουσίασε, αν και το εξωτερικό έγινε σούπερ τραγανό.
Κρίμα και το είχα αφήσει ωραία δίχρωμο και έγινε πολύ όμορφο. Κράτησα και ένα κομμάτι φλούδας προκειμένου να το κάνω χωρίς ασβέστη αλλά ο ήλιος, απαραίτητος αν δεν χρησιμοποιηθεί ο ασβέστης για να γίνει τραγανό, δε μας έκανε τη χάρη και αρνήθηκε να βγει. Ίσως το προσπαθήσω του χρόνου αλλά ομολογώ ότι πλέον έχασα το ενδιαφέρον μου...