Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2014

Το πιο υγιεινό επιδόρπιο

Τι ωραίο πράμα τα κόλλυβα. Έχεις ξυπνήσει από τα χαράματα, εννοείται χωρίς πρωινό, πας στην εκκλησία και ναι, τι τύχη, έχει μνημόσυνο. Μπορεί να αργήσει πέντε λεπτά να τελειώσει αλλά το γεμάτο κουπάκι στην έξοδο γεμάτο κόλλυβα μαζί με το τσουρεκάκι είναι ό,τι πρέπει εκείνη την ώρα, το απόλυτο hit του κυριακάτικου πρωινού. Και κάπου εδώ αρχίζουν οι απορίες και τα οξύμωρα. Πώς είναι δυνατό να λέμε "τι τύχη, ευτυχώς έχει μνημόσυνο", χωρίς να υπολογίζουμε ότι κάποιος πρέπει να έχει πεθάνει; Γιατί να μη μπορούμε να απολαύσουμε αυτό το, τόσο αγαπητό από όλους, έδεσμα όποτε μας μυρίσει, όπως γίνεται εξάλλου με όλα τα γλυκά; Πώς γίνεται η θρησκευτική προέκταση των κολλύβων να είναι τόσο ισχυρή που αν τα προσφέρεις σε καμιά γιαγιά, άσχετα αν της αρέσουν πολύ, αυτή να αρχίσει να σταυροκοπιέται για κανα δίλεπτο; Τι πρέπει να κάνουμε προκειμένου να φάμε λίγα κόλλυβα εμείς, που τα πρωινά της Κυριακής, όσο κι αν ζμπρώχνουμε (φοβερή λέξη, έτσι γράφεται κι ας ωρύονται οι φιλόλογοι...) την κουβέρτα, αυτή είναι τουλάχιστον δυόμισι τόνους βαριά και αρνείται να απομακρυνθεί; Εύκολο, να τα φτιάξουμε.






Το έχει δοκιμάσει παλιότερα ο Σκαρμούτσος, τότε που δούλευε στο Αλάτσι, πίσω από το Hilton, όπου τα είχε σταθερά στον κατάλογο, μάλιστα χωρίς να προσπαθεί να τα εξωραΐσει, να τα ονομάσει σιτάρι βρασμένο ή όπως αλλιώς θα ακουγόταν λιγότερο spooky, τα έγραφε νέτα σκέτα κόλλυβα. Σύμφωνα με δηλώσεις του, στην αρχή τα έπαιρναν μόνο οι ξένοι που γι' αυτούς δε σημαίνουν τίποτα. Σιγά σιγά όμως ο κόσμος του μαγαζιού εξοικειώθηκε με την ιδέα και άρχισε να τα παραγγέλνει. Γιατί όχι λοιπόν και στο σπίτι μας, αφού είναι σαφώς φτηνότερα, εύκολα να γίνουν και, το κυριότερο, δεν χρειάζεται να πας μέχρι την Αθήνα.
Για οικιακή χρήση μπορούμε να κάνουμε τρεις σημαντικές αλλαγές κατά την παρασκευή τους. Πρώτη και αυτονόητη, δεν απαιτείται στολισμός με ασημένια κουφέτα, αρχικά ονόματος, σκέπασμα εξ ολοκλήρου με άχνη και τα σχετικά. Δεύτερη η προσθήκη ροδιού και μαϊντανού.






Συμβαίνει λοιπόν το εξής περίεργο. Εϊναι στην παράδοσή μας τα κόλλυβα να έχουν ρόδι και μαϊντανό ή, πιο σπάνια, δυόσμο, κάτι πράσινο τέλος πάντων, και όποια γιαγιά και να ρωτήσεις τα θεωρεί αυτονόητα. Και όμως, ποτέ δεν έχω φάει κόλλυβα στην εκκλησία με ρόδι και μαϊντανό. Ποτέ λέμε. Γιατί; Τι κοστίζει στα ζαχαροπλαστεία να τα χρησιμοποιήσουν; Δε με νοιάζουν οι συμβολισμοί, δεν τους ψάχνω, απλά μου αρέσουν, ταιριάζουν τέλεια. Πιστεύω ότι σε όλους αρέσουν, είδαν παλιά ότι έτσι γίνονται πολύ πιο νόστιμα και μετά έψαξαν να βρουν το συμβολισμό προκειμένουν να δικαιολογήσουν τη χρήση τους. 
Τρίτη αλλαγή αφορά το μονωτικό του σιταριού. Το στάρι όταν έρχεται σε επαφή με τη ζάχαρη αναπτύσσονται παθογόνοι μικροοργανισμοί, υπεύθυνοι για πολλές μαζικές δηλητηριάσεις. Η λύση είναι να αλευρωθεί το βρασμένο σιτάρι και η ζάχαρη να μπει μόνο από πάνω, όπως στρώνεται η άχνη. Για αυτό το σκοπό χρησιμοποιείται καβουρδισμένο αλεύρι ή τριμμένη φρυγανιά, ενώ στην Κρήτη χρησιμοποιούν ρεβυθάλευρο, που μάλλον είναι και το πιο νόστιμο. Ομως και πάλι, κανένα από τα τρία δε μου αρέσει, δε θέλω αυτή την καφέ σκόνη στο πιάτο μου. Εύκολη η λύση όταν πρόκειται για οικιακή χρήση, δεν φτιάχνω όλη την ποσότητα με τη μία. Έχω όλα τα υλικά έτοιμα και συναρμολογώ ακριβώς πριν καταναλωθεί το κάθε μπολάκι χωριστά. Κανένα πρόβλημα υγιεινής.






Προσοχή χρειάζεται και στην επιλογή του σιταριού. Υπάρχουν τεράστιες διαφορές από ποικιλία σε ποικιλία, οπότε μπορεί να αλλάζουν δραστικά οι χρόνοι μαγειρέματος. Αυτό που σίγουρα θέλουμε είναι ο κόκκος να είναι ολόκληρος, ατόφιος, αν και καλά βρασμένος. Όχι άλλα λαπαδιασμένα κόλλυβα, μια απροσδιόριστη μάζα με μόνο τα ασημένια κουφέτα να αλλάζουν λίγο την υφή.

Υλικά (για πόσους; Σχετικό. Πόσα θα φάτε; Πόσο σας αρέσουν; Σε πόσες μέρες, αφού το βρασμένο σιτάρι κρατάει τέσσερις μέρες στο ψυγείο...)
  500γρ σιτάρι
  αμύγδαλα ωμά (προτιμώ να τα φτιάξω εγώ)
  σουσάμι
  σταφίδες
  καρύδια
  ζάχαρη
  κανέλα
  και φυσικά, ρόδι και μαϊντανός

Γιατί δεν γράφω ποσότητες; Γιατί είναι σχετικές. Από τη στιγμή που συναρμολογούμε το γλυκό την τελευταία στιγμή, μπορεί ο καθένας να βάλει όσο θέλει, να παραλείψει κάτι που δεν του αρέσει, να φάει σκέτο ό,τι περισσέψει.






Ξεκινάω με το στάρι. Το ξεπλένω καλά, το βάζω σε νερό να μουλιάσει για περίπου μια ώρα και μετά το ρίχνω σε μπόλικο νερό που βράζει. Χαμηλώνω τη φωτιά να μη βράζει δυνατά, όπως και με τα όσπρια θέλω ένα σιγανό βρασμό για να μη διαλυθεί ο κόκκος. Το αφήνω μισή ώρα, σβήνω τη φωτιά, καπακώνω και αφήνω πάνω στο μάτι για άλλα 45 λεπτά. Μόλις περάσει η ώρα το σουρώνω και αμέσως το απλώνω σε ταψί να στεγνώσει. Είναι ακόμα πολύ ζεστό, οπότε αν απλωθεί σε μια στρώση θα εξατμιστεί αμέσως όλη η υγρασία, απαραίτητο στάδιο για σπυρωτό αποτέλεσμα.






Τώρα πρέπει να το αφήσουμε να κρυώσει εντελώς για μερικές ώρες. Εν τω μεταξύ ετοιμάζω τα συνοδευτικά. Ψήνω τα αμύγδαλα στον φούρνο και τα χοντροκόβω με το μαχαίρι, όπως περίπου και για τους κουραμπιέδες, χωρίς να αφαιρέσω το φλούδι τους που μου αρέσει πολύ. Το σουσάμι το καβουρδίζω στο τηγάνι χωρίς προσθήκη λιπαρής ουσίας, μέχρι να μοσχομυρίσει και να αλλάξει λίγο το χρώμα του. Χοντροσπάω τα καρύδια, καθαρίζω το ρόδι και ψιλοκόβω τον μαϊντανό.






Συναρμολόγηση. Σε ένα μπολ βάζω μερικές κουταλιές στάρι, μια κουταλιά ζάχαρη, κανέλα, σταφίδες, αμύγδαλα, καρύδια, σουσάμι, ρόδι, μαϊντανό. Πόσο; Όσο θέλει ο καθένας. Με λίγο ανακάτεμα οι γεύσεις ενώνονται, δοκιμάζω και διορθώνω. Είναι τόσο εύκολο να ρυθμίσει ο καθένας τις ποσότητες κατά βούληση, ιδίως της ζάχαρης, να τα κάνει όσο γλυκά θέλει. Και καθόλου ζάχαρη να μην μπει θα έχουν τη γλύκα από τις σταφίδες, όπου μπορούμε να τις αυξήσουμε. Λίγη έξτρα κανέλα από πάνω και έτοιμα για κατανάλωση. Όσο περισσέψει το βάζω σε τάπερ στο ψυγείο μέχρι τέσσερις μέρες και το συναρμολογώ ακριβώς πριν την κατανάλωση.



 


Πραγματικά είναι το πιο υγιεινό επιδόρπιο. Καθόλου βούτυρα και λίπη, παρά μόνο τα φυσικά και ευεργετικά έλαια του σουσαμιού, του καρυδιού και του αμυγδάλου, καθόλου κρέμες, καθόλου αυγά, τίποτα. Μόνο λίγη ζάχαρη και αυτή μπορεί να μειωθεί στο ελάχιστο. Τι νόστιμα όμως που είναι τα άτιμα. Σπυρωτά, ολόκληρα αλλά πολύ μαλακά και βρασμένα μέχρι μέσα, αρωματικά από την κανέλα και το μαϊντανό, τραγανά από τους ξηρούς καρπούς, δροσερά σε κάθε σποράκι ροδιού που σκάει στο στόμα, ελαφριά, τέλεια. Απίστευτο παιχνίδι γεύσεων, αρωμάτων και υφών, αυτό που οι μοντέρνοι ζαχαροπλάστες πασχίζουν να ενσωματώσουν στις σύγχρονες δημιουργίες τους, χωρίς πάντα τόση επιτυχία. 
Δεν είναι κρίμα να μην έχουμε στη διατροφή μας τόσο υγιεινά και νόστιμα επιδόρπια, μόνο και μόνο επειδή είναι λίγο μακάβρια; Γιατί να μην τα αποσυνδέσουμε επιτέλους απο το συμβολισμό τους; Και αν δε μπορούμε, γιατί να μην αποκτήσουμε λίγο dark διάθεση, και να προσφέρουμε στους άλλους και στους εαυτούς μας κάτι πραγματικά μοναδικό; Κρίμα δεν είναι να το στερούμαστε;

Υ.Γ.: Μια από τις διασκεδάσεις μας εδώ στην επαρχία, είναι να βάλουμε τα μωρά για ύπνο, ένα καλό σήριαλ στο κομπιούτερ και μια ωραία μπύρα στο ποτήρι, αν είναι δυνατόν κάθε φορά διαφορετική.






Πολύ χρήσιμες είναι οι οδηγίες της Dark Chef στα πολλά μπυροαφιερώματα που έχει κάνει στο blog της, όπως και  Βασιλόπουλος της Κατερίνης που φέρνει αρκετές και ενδιαφέρουσες διαφορετικές μπύρες. Μέχρι τώρα η απόλυτη αγαπημένη είναι η Septem Friday's pale ale, αλλά ακόμα πιο αγαπημένη η όλη διαδικασία. Εύχομαι μετά τις μπύρες να πάμε στα κρασιά, στα ουίσκια (έτσι είναι το σωστό, εντάξει φιλόλογοι;...), στα ρούμια, στα κονιάκ... Και μια που είπα κονιάκ, όπως τα κόλλυβα, όταν παλιότερα δοκίμαζα κονιάκ όλοι μου λέγανε "τι, μνημόσυνο έχεις;"...

Παρασκευή 24 Ιανουαρίου 2014

Αμερικανιές

Σας αρέσει το φυστικοβούτυρο; Εμένα όχι. Υπάρχουν όμως πολλοί που το λατρεύουν, όπως η Γεωργία, οπότε πάντα υπάρχει στο σπίτι μας. Αποτελεί το αγαπημένο της πρωινό, ακριβώς όπως το τρώνε οι Αμερικάνοι, μια φέτα του τοστ με μαρμελάδα, μια με φυστικοβούτυρο και έτοιμο το σάντουιτς.






Το παράδοξο είναι ότι ενώ δε μου αρέσει, σε αυτό το συνδυασμό το βρίσκω ενδιαφέρον, ακόμα και καλό. Όχι τόσο βέβαια που να αρχίσω να το τρώω για πρωινό, εξάλλου το πρωί θέλω μόνο αλμυρά πράματα. Όμως έπεσα πάνω σε μια συνταγή του G. Ramsay που φτιάχνει cookies με φυστικοβούτυρο και μαρμελάδα, εμπνεόμενος και αυτός από το σάντουιτς των Αμερικάνων, και, όντας σίγουρος ότι θα ξετρελλάνει ορισμένους στο σπίτι, αποφάσισα να τα δοκιμάσω.






Η συνταγή είναι σχετικά απλή όπως και η διαδικασία, οπότε μπορείτε άφοβα να τα δοκιμάσετε, γιατί είναι πραγματικά πολύ νόστιμα.
Υλικά για 30 cookies: 185γρ αλεύρι μαλακό ή για όλες τις χρήσεις
                                       ένα κουταλάκι baking powder
                                      125γρ βούτυρο ελαφρώς μαλακό
                                      200γρ φυστικοβούτυρο (προτιμώ το απαλό αλλά κάνει και το τραγανό)
                                      185γρ καστανή ζάχαρη
                                      3 κουταλιές γάλα
                                      δύο βανίλιες
                                      ένα αυγό
                                      μια πρέζα αλάτι
                                      μαρμελάδα βατόμουρο και φυστικοβούτυρο για τη γέμιση






Βάζω το βούτυρο κομμένο σε κυβάκια μαζί με το φυστικοβούτυρο και τη ζάχαρη στον κάδο του μίξερ και χτυπάω με το φτερό σε μεσαία ταχύτητα μέχρι να ασπρίσουν. Προσθέτω το γάλα, τις βανίλιες και το αυγό και συνεχίζω το χτύπημα μέχρι να έχω ένα απαλό και ομοιογενές μείγμα. Κοσκινίζω το αλεύρι, το ανακατεύω με το baking και το αλάτι και τα ρίχνω στο μίξερ. Αφήνω σε χαμηλή ταχύτητα για περίπου δέκα δευτερόλεπτα, ίσα να ομογενοποιηθούν τα υλικά. Η ζύμη είναι έτοιμη και τη βάζω στο ψυγείο για περίπου μισή ώρα να σφίξει λίγο και να ενωθούν οι γεύσεις. Και παραπάνω να μείνει δεν πειράζει, ίσα ίσα θα γίνει πιο νόστιμη, απλά θα είναι πολύ σφιχτή μετά στο πλάσιμο.
Κόβω δύο λαδόκολλες στο μέγεθος της μεγάλης λαμαρίνας. Δυστυχώς έχω μόνο μία οπότε δεν μπορώ να τα ψήσω όλα με τη μία, τα κάνω σε δύο δόσεις. Φτιάχνω μικρά μπαλάκια, μεγέθους περίπου καρυδιού αλλά με ξέρετε πλέον, τα ζυγίζω για να είναι όλα ίδια, 25 γραμμάρια το καθένα. Τα κάνω λίγο επίπεδα αλλά όχι όπως θα είναι όταν τα τρώμε, όπως και τα cookies σοκολάτας απλώνουν πολύ στο ψήσιμο. Θέλω απλά να έχουν λίγο επίπεδη επιφάνεια έτσι ώστε να μπορώ με το δάχτυλο να πιέσω στο κέντρο τους και να κάνω μια μικρή λακουβίτσα που θα μπει η μαρμελάδα και το φυστικοβούτυρο. 







Τα αραδιάζω στη λαδόκολλα με αρκετό κενό ανάμεσά τους, οπότε χωράνε 16 σε κάθε δόση. Με ένα κουταλάκι βάζω στη λακουβίτσα που έχω φτιάξει λίγη μαρμελάδα και λίγο φυστικοβούτυρο χωρίς να τα ανακατέψω, προσπαθώ να παραμείνουν ευδιάκριτα και εμφανώς χωριστά μεταξύ τους.






Τα ψήνω σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθμούς στον αέρα για έντεκα λεπτά, μέχρι να γίνουν χρυσαφένια αλλά να παραμείνουν μαλακά και λαστιχωτά. Για να ψήσω τη δεύτερη δόση βάζω τη λαμαρίνα κάτω από τρεχούμενο νερό να κρυώσει, έτσι ώστε να μη λιώσουν κατευθείαν μόλις τα ακουμπήσω πάνω της. Βέβαια, αν έχουμε δύο λαμαρίνες τα ψήνουμε ταυτόχρονα.






Μόλις γίνουν, όσο κι αν θέλουμε να τα φάμε ζεστά δεν γίνεται, είναι πάρα πολύ μαλακά και διαλύονται, πρέπει να κρυώσουν και να σφίξουν, γι' αυτό τα μεταφέρω σε σχάρα με φαρδιά σπάτουλα.






Για τους λάτρεις του φυστικοβούτυρου είναι θεϊκά. Πάρα πολύ νόστιμα, με πολύ ωραία υφή, αποτελούν μια πολύ πιο κυριλέ μορφή του απλού peanut butter and jelly sandwich. Για μένα που δε μου αρέσει αλλά τρώω ευχάριστα τον συνδυασμό του με τη μαρμελάδα ήταν επίσης πολύ καλά, έφαγα πολλά προσπαθώντας απλά να νιώσω τη γεύση τους. Για τους υπόλοιπους ίσως είναι καλύτερα η γέμιση να έχει μόνο μαρμελάδα, εξάλλου υπάρχει πολύ φυστικοβούτυρο στη ζύμη που δίνει την χαρακτηριστική του γεύση.






Όποια κι αν είναι η απάντηση λοιπόν στην αρχική ερώτηση, μη διστάζετε, φτιάξτε τα και ίσως αρχίσετε να βλέπετε το φυστικοβούτυρο με άλλο μάτι.

Κυριακή 19 Ιανουαρίου 2014

Ώρα για παραμύθι

Η καλύτερή μου φίλη είναι η Γεωργία. Μάλιστα, πριν μερικά χρόνια, μου φάνηκε πολύ καλή ιδέα να παντρευτούμε, οπότε πλέον η καλύτερή μου φίλη είναι και η γυναίκα μου, σοφή επιλογή όπως έχει δείξει ο χρόνος μέχρι τώρα. Και όλα αυτά, χωρίς να μοιράζεται ούτε στο ελάχιστο το μεγάλο μου πάθος, το φαγητό, κάτι εντελώς διαδικαστικό και αδιάφορο γι' αυτή πριν με γνωρίσει, λίγο καλύτερα μετά από τόσα χρόνια μαζί αλλά πάλι αγχωτικό κομμάτι του πρωινού της όταν πρέπει να μαγειρέψει. Το δικό της πάθος είναι τα βιβλία και περισσότερο, ειδικά μετά τη γέννηση της μεγάλης κόρης, τα παιδικά βιβλία. Γράφει και ένα πολύ όμορφο blog που αξίζει να το δείτε, γεμάτο τρυφερότητα και ευαισθησία. Ενδεικτικά δείτε αυτή την ανάρτηση, που είναι από τις αγαπημένες μου.
Προκύπτει όμως το θέμα των δώρων. Τι παίρνεις σε κάποιον, κάτι που πιστεύεις ότι θα  αρέσει στον άλλο ή κάτι που σίγουρα αρέσει σε σένα; Ναι, τρελλαίνομαι για κουζινικά αλλά έχω και περίεργες απαιτήσεις, είναι πολύ συγκεκριμένα αυτά που μου γυαλίζουν και δύσκολα συμβιβάζομαι με κάτι άλλο. Η λύση; Βιβλίο μαγειρικής που και πάλι είναι δύσκολος τομέας. Ποιο απ' όλα; Όλα φαίνονται τόσο ίδια σε κάποιον που δεν ασχολείται και έχω το κακό συνήθειο να μην φτιάχνω wish list στο amazon. Οπότε το δώρο μου για τα τρία χρόνια γάμου ήταν ένα βιβλίο μαγειρικής, βγαλμένο όμως από τα παραμύθια, το δικό της βασίλειο.






Φαγητό των παραμυθιών από τη Lucie Cash, πολύ όμορφο, διαφορετικό από κάθε άλλο μαγειρικό βιβλίο, με απίθανη εικονογράφηση και καθόλου φωτογραφίες. Οι συνταγές δεν θα αρέσουν σ' αυτούς που τον τελευταίο καιρό διαβάζουν Aduriz ή Achatz ή Roca, είναι πολύ πιο απλές, ίσως και απλοϊκές αλλά είναι ιδανικές γι' αυτούς που χρειάζονται μια εσάνς παραμυθιού σε ό,τι κάνουν.






Το κάθε κεφάλαιο αφορά ένα πολύ γνωστό παραμύθι και έχει τρεις ή τέσσερις συνταγές εμπνευσμένες από το θέμα του παραμυθιού, έστω μόνο σαν όνομα, όπως η κολοκυθόπιτα της Σταχτοπούτας.






Υπάρχει κεφάλαιο με τη μικρή γοργόνα, έτσι για να έχουμε και κάτι σε θαλασσινό,






ενώ δε θα μπορούσε να λείπει ο Χάνσελ και η Γκρέτα και το σπιτάκι που βρίσκουν στo δάσος φτιαγμένο από σοκολάτα ή, στην περίπτωσή μας, από gingerbread.






Εννοείται πως υπάρχει και το πιο γνωστό tea party των παραμυθιών, αυτό του τρελοκαπελά από την Αλίκη στη Χώρα των Θαυμάτων.






Το θέμα μας όμως της σημερινής ανάρτησης προέρχεται από ένα άλλο κλασσικό παραμύθι, τα τρία γουρουνάκια και απευθύνεται σε όλους αυτούς που τάσσονται υπέρ του λύκου, που μόνο κακός δεν είναι, άσε που θα έπαιζε πολύ καλό τρομπόνι με τέτοια ανάσα που είχε.






Τα τρία γουρουνάκια στην κουβέρτα λοιπόν, έτσι ονομάζεται η συνταγή και θα για να καταλάβουμε τα μυστικά της πρέπει να πάρουμε τα πράματα από την αρχή...






Μια ωραία χειμωνιάτικη μέρα τα τρία γουρουνάκια αποφάσισαν να πάνε βόλτα στο δάσος, να δούνε το βουνό από κοντά. Δεν ήταν όμως μόνα τους, κάποιος τα ακολουθούσε από μακριά.






Περπάτησαν σε μέρη παραμυθένια...






...πάντα υπό το άγρυπνο βλέμμα του λύκου.






Πήγαν στην άκρη του γκρεμού...






...πάλι όχι μόνα τους...






...και πάτησαν σε μαλακά γρασίδια...






...μόνο τα δύο όμως, γιατί ο τρίτος την είδε λίγο Brooke Shields και είπε να βουτήξει στον καταρράκτη.






Ο 'Ολυμπος όμως δεν είναι Blue Lagoon, ξεπάγιασε και γύρισε γρήγορα να βρει τα αδέρφια του...






...που πάλι δεν ήταν μόνα τους.






Και τότε αποφάσισαν να ανεβούν στον πιο ψηλό βράχο, εκεί που φαίνεται όλο το λαγκάδι αλλά και οι ψηλές χιονοσκέπαστες κορυφές του βουνού.






Ήταν όμως πολύ άτυχα. Ένα πυκνό σύννεφο τους έκρυψε τη θέα προς τα χόνια. Και πάνω που αποφάσισαν να γυρίσουν στο σπιτάκι τους να κουκουλωθούν στην κουβερτούλα τους για να ζεσταθούν, ο λύκος τους έκλεισε το δρόμο, τα μάζεψε, τα πήρε στο δικό του σπίτι και τα σκέπασε με άλλη κουβέρτα, σφολιάτα για την ακρίβεια, αφού πρώτα τα τύλιξε με το σεντόνι από μπέικον, βάζοντας και λίγη αρωματική γέμιση.

Τρία γουρουνάκια στην κουβέρτα, από το βιβλίο Fairytale Food, με κάποιες δικές μου αλλαγές και προσθήκες.
Υλικά: 6 λουκάνικα Φρανκφούρτης
            ένα φύλλο σφολιάτας, περίπου 400γρ είναι τα έτοιμα
            τρεις φέτες μπέικον
            ένα κρεμμύδι
            μια φέτα ψωμί
            δύο φύλλα φασκόμηλο
            λίγη πάπρικα γλυκιά
            λίγη τριμμένη παρμεζάνα
            αυγό χτυπημένο με μια κουταλιά γάλα
            λάδι, αλάτι, πιπέρι

Κόβω το μπέικον στη μέση κατά μήκος και τυλίγω με αυτό τα λουκάνικα. Τα βάζω σε ταψάκι και στο φούρνο στους 180 βαθμούς για περίπου 15 λεπτά, μέχρι να γίνει τραγανό το μπέικον.




            

Ετοιμάζω τη γέμιση. Ψιλοκόβω το κρεμμύδι και το σωτάρω στο τηγάνι μέχρι να γυαλίσει αλλά χωρίς να πάρει χρώμα. Ψήνω το ψωμί στη φρυγανιέρα, το κόβω κυβάκια και το βάζω στο μούλτι μαζί με το κρεμμύδι, λίγο αλατοπίπερο, το φασκόμηλο και την παρμεζάνα. 
Κόβω δύο μακριές λωρίδες από τη σφολιάτα, μετρώντας με το μέγεθος του λουκάνικου έτσι ώστε να χωράνε τρία χωρίς να ακουμπάνε μεταξύ τους στο πλάτος και στο μήκος τόσο ώστε να μπορεί να τα σκεπάζει αλλά όχι ολόκληρα. Θέλουμε το κεφάλι να είναι απ' έξω... Εννοείται ότι όσο περίσσεψε δεν πετάχτηκε, ψήθηκε με διάφορους τρόπους, ευκαιρία για πειράματα.
Ξαπλώνω τα λουκάνικα στη σφολιάτα, απλώνω λίγη γέμιση γύρω τους και τα σκεπάζω με την κουβέρ... λάθος, με τη σφολιάτα που έχω αλείψει τις άκρες τις με λίγο αυγόγαλα για να κολλήσουν. Αλείφω τη σφολιάτα από πάνω με αυγόγαλα για να πάρει ωραίο χρώμα στο ψήσιμο και ψήνω σε προθερμασμένο φούρνο στους 180 βαθμούς στον αέρα για περίπου 25 με 30 λεπτά.







Φοβερή συνταγή; Καλά, όχι τίποτα σπουδαίο. Στην ουσία είναι μια κυριλέ λουκανικόπιτα, με την προσθήκη του μπέικον και της γέμισης να κάνουν την μικρή, αλλά υπαρκτή, διαφορά. Και αυτό είναι κακό; Όχι βέβαια, λατρεύω τις λουκανικόπιτες, έχω φάει χιλιάδες από δαύτες από κάθε πικραμένο φούρνο και σίγουρα αυτή είναι από τις καλύτερες, αν όχι η καλύτερη. Μάλιστα με λίγη σαλάτα ρόκα-ντοματίνια με απλό ντρέσινγκ και μια καταπληκτική Septem Friday's pale ale τελικά φάγαμε ένα τέλειο, για να μην πω παραμυθένιο,  δείπνο...

Υ.Γ.: Πάντα προσπαθώ να θυμάμαι πού βάζω τα αλεύρια μου, τι έχει μέσα το κάθε βάζο και, με εξαίρεση αυτά που έχουν διαφορετικό χρώμα, πάντα ξεχνάω ποιο είναι τι. Ως εδώ είπα, πρέπει να βάλω ταμπελάκια, που μέχρι τώρα δεν έβαζα γιατί αγοράζω διαφορετικά αλεύρια και δεν είναι σίγουρο ότι όταν αδειάσει ένα βάζο, μετά θα ξαναέχει το ίδιο. Και είπα να αρχίσω από το το βάζο της ζέας, που τον τελευταίο καιρό υπάρχει σταθερά στο σπίτι. Και ενώ είχαμε πολλά άσπρα αυτοκόλλητα, όλα ξοδεύτηκαν την πιο ακατάλληλη στιγμή. Δεν έκανα πίσω όμως, η ζέα θα αποκτούσε δικό της ονοματισμένο βάζο, όπως και έγινε.






Η Πέπα που μου χάρισε η Σταυρούλα έδωσε τη λύση και στο φουστάνι της γράφτηκε το περιεχόμενο του βάζου. Όχι τίποτε άλλο, αλλά άντε μετά να πείσω κάποιον που δεν ξέρει ότι σ' αυτήν την κουζίνα κουμάντο κάνω εγώ...

Σάββατο 11 Ιανουαρίου 2014

Για όλα τα γούστα

Περίεργο πράμα η γεύση και το πόσο υποκειμενική αίσθηση είναι. Επηρεάζεται από πολλούς παράγοντες, με βασικότερο όμως τα βιώματα και τη μνήμη. Οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι πρόθυμοι να αλλάξουν τις γευστικές τους συνήθειες, κάθε τι καινούριο το αντιμετωπίζουν με αποστροφή, ό,τι δεν αναγνωρίζουν το απορρίπτουν χωρίς δεύτερη κουβέντα. Είναι βέβαια και οι άλλοι, οι "εναλλακτικοί", οι "προοδευτικοί", οι in, οι προχωρημένοι. Αυτοί ενθουσιάζονται με το παραμικρό που είναι έστω και ελάχιστα διαφορετικό, τρελλαίνονται για νεωτερισμούς, άσχετα αν δεν τρώγονται, και αποτελούν τους καλύτερους πελάτες των μοντέρνων εστιατορίων που συνήθως κλείνουν πριν μάθει ο νορμάλ κόσμος ότι άνοιξαν.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα του πώς οι παιδικές μας γεύσεις καθορίζουν τις προτιμήσεις μας  είναι τα γλυκά. Άλλος τα θέλει τόσο γλυκά που με μια κουταλιά το ζάχαρο τερματίζει τα μηχανάκια του παππού και άλλος τα προτιμάει ελαφριά, άγλυκα, και, όπως στην περίπτωση της μαμάς μου, αλμυρά... Δώσ' της αντζούγια και ας φαν τα εγγόνια όλα τα γλυκά. 
Ακριβώς αυτή την κουβέντα είχα με ένα φίλο και το κατά πόσο το αγαπημένο μου ζαχαροπλαστείο της Θεσσαλονίκης είναι όντως καλό. Η Sugarela είναι γαλλικής σχολής και τα γλυκά που κάνει είναι ελαφριά, καθόλου λιγωτικά, με οριακή ζάχαρη. Αυτό κάνει πολλούς να μην τους αρέσει, να λένε πως δεν καταλαβαίνουν το γλυκό έτσι, δεν βρίσκουν τις  δημιουργίες της νόστιμες. Το πιο ακραίο, που το άκουσα από πολλούς, είναι ότι φτιάχνει γλυκά για διαβητικούς, χωρίς ζάχαρη...
Σήμερα λοιπόν η συνταγή θα είναι για όλα τα γούστα, θα αρέσει σε όλους. Επειδή αυτό όμως είναι αδύνατο στην περίπτωση των γλυκών, θα καλύψω τα γούστα με δύο εκδοχές του ίδιου γλυκού.






Μια τούρτα με μπεζέδες λοιπόν, με τρεις στρώσεις μαρέγκας και ενδιάμεσα κρέμα λευκής σοκολάτας, βύσσινα και μαρμελάδα. Οι δύο εκδοχές έχουν ακριβώς τα ίδια υλικά, με εξαίρεση τη μαρμελάδα, σε διαφορετικές όμως αναλογίες. 






Στην ουσία η διαφορά είναι στην κρέμα, που στην μια περίπτωση είναι πολύ ελαφριά και ταιριάζει σε άσπρες τούρτες ενώ στη δεύτερη αυξάνεται αρκετά η ποσότητα της λευκής σοκολάτας, γίνεται πολύ έντονη, κάτι που είναι απαραίτητο προκειμένου να ισορροπήσει με το σχετικά άγλυκο κέλυφος των macarons βανίλιας, από όπου προέρχεται και η συνταγή.

Υλικά: 3 ασπράδια αυγού (είναι περίπου 100-120γρ ανάλογα το μέγεθος), αυτά ήταν 110γρ
            ζάχαρη λίγο λιγότερη από το διπλάσιο βάρος των ασπραδιών, εδώ 200γρ
 για την κρέμα: 200γρ κρέμα γάλακτος                     ή               400γρ κρέμα γάλακτος
                            220γρ λευκή σοκολάτα                    ή               110γρ λευκή σοκολάτα
                            δύο κάψουλες βανίλιας
  για το στήσιμο: βύσσινα από κομπόστα (όχι γλυκό του κουταλιού, θα είναι πολύ γλυκό)
                              μαρμελάδα από μύρτιλλα              ή               ...από φρούτα του δάσους
                                                                                                   και μια κουταλιά κρέμα βαλσαμικού
                                                                                                   και μερικές σταγόνες χυμό λεμονιού
                              λίγη Nutella από πάνω                    ή                      ...λίγο λιγότερη

Ξεκινάω με τη μαρέγκα, που ενώ στις πάβλοβες χρησιμοποιώ γαλλική, για τούρτα προτιμώ την ελβετική.






Βάζω σε μπασίνα τα ασπράδια με τη ζάχαρη, την τοποθετώ πάνω από κατσαρόλα με νερό που το βάζω στη φωτιά, ανακατεύοντας συνεχώς με τον αυγοδάρτη. Στην αρχή θα γίνει σαν σαπουνάδα, εννοείται χωρίς να σφίξει καθόλου, δεν μπορώ να το κάνω χωρίς να είναι σταθερή η μπασίνα, και όσο ανεβαίνει η θερμοκρασία η μαρέγκα γίνεται πιο λεπτόρευστη, σαν σιρόπι. Μόλις φτάσει τους 60 βαθμούς τη ρίχνω στον κάδο του μίξερ και χτυπάω με το σύρμα σε μεσαία ταχύτητα μέχρι να γίνει μια σφιχτή και γυαλιστερή μαρέγκα, να στέκεται χωρίς να χύνεται ακόμα και με τον κάδο ανάποδα, κάτι που μπορεί να χρειαστεί 10-15 λεπτά.
Κόβω μια λαδόκολλα στο μέγεθος της μεγάλης λαμαρίνας και σχεδιάζω τρεις κύκλους 18 εκατοστών, πολύ εύκολο αν έχουμε το αντίστοιχο τσέρκι. Προσαρμόζω σε μια σακούλα του κορνέ ίσια μύτη 8mm και τη γεμίζω με τη μαρέγκα. Φτιάχνω δύο δίσκους με ομόκεντρους κύκλους και έναν με ξεχωριστές μυτούλες που ενώνονται στη βάση τους. Με όση μαρέγκα περισσέψει φτιάχνω μικρά μπεζεδάκια, αγαπημένο σνακ των κοριτσιών του σπιτιού, μικρών και μεγάλων.






Ψήνω σε προθερμασμένο φούρνο στους 110 βαθμούς στον αέρα για περίπου μιάμιση ώρα, δοκιμάζω αν έγιναν, όπου ξεκολλάνε εύκολα από τη λαδόκολλα, σβήνω τον φούρνο και τις αφήνω μέσα μέχρι να κρυώσει ο φούρνος, ενώ τις αφήνω και μερικές ώρες ακόμα να στεγνώσουν καλά.







Σειρά έχει η κρέμα. Κόβω σε μικρά κομμάτια τη σοκολάτα και τη βάζω σε μικρή μπασίνα. Σε κατσαρολάκι ρίχνω τις βανίλιες και την κρέμα γάλακτος, όλη στην πρώτη περίπτωση και τη μισή στη δεύτερη και βάζω σε μέτρια φωτιά. Από πάνω στερεώνω τη μπασίνα με τη σοκολάτα για να ζεσταθεί και αυτή λίγο και να ομογενοποιηθούν πιο εύκολα. Μόλις βράσει η κρέμα τη ρίχνω πάνω στη σοκολάτα και ανακατεύω συνεχώς με μια σπάτουλα μέχρι να ομογενοποιηθεί το μείγμα. Μόλις είναι έτοιμο προσθέτω την υπόλοιπη κρέμα της δεύτερης εκδοχής, αφήνω να κρυώσει, σκεπάζω με διαφανή μεμβράνη και βάζω στο ψυγείο να κρυώσει καλά, ίσως και για όλο το βράδυ. Την επόμενη μέρα και όχι πολύ νωρίτερα από όταν θέλουμε να φάμε το γλυκό χτυπάμε την κρέμα στο μίξερ με το σύρμα στη μέγιστη ταχύτητα, μέχρι να αποκτήσει την υφή της σαντιγύ. 
Σε ένα κατσαρολάκι βάζω τη μαρμελάδα από φρούτα του δάσους, περίπου 100γρ, προσθέτω λίγες σταγόνες λεμόνι και ένα κουταλάκι του γλυκού κρέμα από βαλσαμικό ξύδι. Το βάζω σε εξαιρετικά χαμηλή φωτιά και ανακατεύω συνεχώς. Δεν θέλω να βράσει, μόνο να ζεσταθεί και να ανακατευτεί με το ξύδι, γι' αυτό και δεν το κάνω αν χρησιμοποιώ σκέτη μαρμελάδα όπως στην πρώτη περίπτωση.






Στο κέντρο μιας πιατέλας βάζω ελάχιστη κρέμα, έτσι ώστε να μη γλιστράει η τούρτα μας  που είναι πολύ ελαφριά. Τοποθετώ ένα δίσκο μαρέγκας και με το κορνέ απλώνω μια στρώση κρέμας. Απλώνω από πάνω τα βύσσινα που τα έχω στραγγίξει από το ζουμί τους και τοποθετώ τον δεύτερο δίσκο μαρέγκας.






Στρώνω τη μαρμελάδα σε όλη την επιφάνειά του και από πάνω πάλι με το κορνέ απλώνω την υπόλοιπη κρέμα. Στη δεύτερη περίπτωση θα περισσέψει λίγη κρέμα αλλά δεν πειράζει, τρώγεται πολύ ευχάριστα με τα βύσσινα που σίγουρα θα περισσέψουν και αυτά.






Σκεπάζω με τον δίσκο με τις μυτούλες και έτοιμη για στόλισμα. Γεμίζω μια σύριγγα των 10ml με nutella και τραβάω γραμμές πάνω από την τούρτα. Φυσικά ο καθένας κάνει ό,τι του αρέσει. Μου ταιριάζουν πάρα πολύ τα χοντροσπασμένα φουντούκια και τα καβουρδισμένα αμύγδαλα, ακόμα και τα καραμελωμένα, έτσι για ένα παιχνίδι με τις υφές αλλά δεν αρέσει στο γυναικείο πληθυσμό του σπιτιού και το αποφεύγω.






Το αποτέλεσμα πάρα πολύ καλό και εντελώς διαφορετικό στις δύο εκδοχές. Η πρώτη είναι πολύ γλυκιά, με πολύ έντονη τη γεύση της λευκής σοκολάτας στην κρέμα, λίγο λιγωτική αλλά πάρα πολύ νόστιμη. Η δεύτερη, που είναι και η αγαπημένη μου, είναι τέλεια. Πολύ πιο ελαφριά, τόσο λόγω κρέμας αλλά και λόγω της μαρμελάδας με το λεμόνι και το ξύδι, σίγουρα όχι άγλυκη, με την τραγανή μαρέγκα να σπάει απολαυστικά στο στόμα, τα βύσσινα να χαρίζουν δροσιά, τη μαρμελάδα να δίνει λίγη οξύτητα και στο τέλος όλοι να ψάχνουν να γλείψουν τις γραμμές της nutella που σε κάθε κομμάτι είναι ελάχιστες...






Καλό είναι να συναρμολογήσουμε την τούρτα περίπου μία με μιάμιση ώρα πριν τη φάμε και να τη βάλουμε στο ψυγείο. Έτσι θα ενωθούν λίγο οι γεύσεις και η μαρέγκες δε θα προλάβουν να μαλακώσουν. Και να περισσέψει όμως ένα κομμάτι δεν πειράζει, τρώγεται πολύ ευχάριστα και την επόμενη μέρα, δεν μαλακώνει εντελώς η μαρέγκα, ειδικά ο πάνω δίσκος που μένει τραγανός.






Δεν μένει λοιπόν παρά να κάνει ο καθένας την αυτοκριτική του, να αποφασίσει πόσο γλυκά θέλει τα γλυκά του και να διαλέξει την αντίστοιχη εκδοχή. Έτσι όλοι θα ευχαριστηθούν ένα καταπληκτικό και εύκολο επιδόρπιο.

Υ.Γ.: Άννα ήσασταν άτυχοι, πετύχατε τη λάθος βερσιόν. Υπόσχομαι να φτιάξω τη σωστή και να τη δοκιμάσεις, είμαι σίγουρος ότι θα ξετρελαθείς.

Κυριακή 5 Ιανουαρίου 2014

Αποτοξίνωση

Και τι δε φάγαμε πάλι αυτές τις γιορτές. Νομίζω ότι πέρασα περισσότερο χρόνο στην κουζίνα από κάθε άλλη φορά, ίσως επειδή μείναμε και πολλές μέρες σπίτι μας, όμως σχεδόν τίποτα δεν βρήκε το δρόμο για δημοσίευση, κυρίως λόγω δυσκολιών στη φωτογράφιση. Ναι, και πέρισυ ήθελα να γράψω για την πρωτοχρονιάτικη κρεατόπιτα που φτιάχνω και τρώμε το βράδυ της παραμονής αλλά, όπως κάθε χρόνο, είναι έτοιμη... βράδυ και αμέσως μετά καταναλώνεται. Μάλλον οτιδήποτε εορταστικό πρέπει να το κάνω σε άσχετη φάση, να το μοσχοφάμε, να μπει στο αρχείο και όταν έρθει η ώρα... του χρόνου, να το αναρτήσω.
Μετά από τα ολοήμερα τσιμπούσια, ήρθε η ώρα για λίγη αποτοξίνωση, λίγο φαγητό χωρίς κρέας, όχι άλλο χοιρινό και αλανιάρες κότες, φτάνει. Ευκαιρία λοιπόν να γράψω για ένα φαγητό που, ενώ δεν είναι ούτε πρωτότυπο ούτε τίποτα ιδιαίτερο και  σίγουρα δεν δρέπει γαστριμαργικές δάφνες, το τρώμε πολύ συχνά όλο το χρόνο, αποτελεί το απόλυτο comfort food της οικογένειας. Οι λόγοι που το τιμούμε τόσο πολύ δύο και πολύ σημαντικοί. Ο κυριότερος είναι ότι είναι πολύ εύκολο να γίνει, άρα πολύ φιλικό στη σύζυγο που δεν ασχολείται και πολύ με το σπορ, οπότε το φτιάχνει άνετα όταν ξέρω ότι θα αργήσω πολύ στη δουλειά και πρέπει να μαγειρέψει εκείνη. Ο δεύτερος είναι ότι αρέσει στον αυστηρό κριτή, λόγος αρκετός για να το κάνουμε μια φορά την εβδομάδα. Φακές με ρύζι λοιπόν, κοινώς φακόρυζο και όχι fuckoffρυζο που λένε μερικοί κακοήθεις.






Υλικά για τέσσερις για ορεκτικό ή για δύο και ένα νήπιο (όπως εμείς) για κυρίως πιάτο:
   100γρ φακές
   200γρ ρύζι καρολίνα
   ένα μεγάλο κρεμμύδι ή δύο μέτρια
   τρεις σκελίδες σκόρδο
   δύο φύλλα δάφνης
   100ml λευκό ξηρό κρασί
   λάδι, πολύ λάδι, ίσως και 150ml και σήμερα ξέχασα να το μετρήσω
   αλάτι, πιπέρι

Αυτά είναι τα υλικά της βασικής συνταγής, αυτής που κάνουμε συνήθως. Στο τέλος θα γράψω για τις πιθανές παραλλαγές.






Η διαδικασία απλή και ολίγον αυτονόητη, στην ουσία φτιάχνουμε ένα ριζότο και αντί για ζωμό χρησιμοποιούμε μια αραιή σούπα φακές. 
Αφήνω σε νερό τις φακές να μουλιάσουν για λίγο, στάδιο που δεν είναι και υποχρεωτικό. Τις βράζω, χύνω το πρώτο νερό και συνεχίζω σε χαμηλή φωτιά μέχρι να μαλακώσουν, μαζί με το σκόρδο και τη δάφνη, και να έχω μια αραιή σούπα. Πόσο αραιή; Χμμμ, σχετικό. Με το μάτι υπολογίζω πόσο ζουμί θα χρειαστεί το ρύζι, όπου και να περισσέψει λίγο δεν τρέχει τίποτα, ενώ αν δεν φτάσει προσθέτω ζεστό νερό. Τις φακές τις αλατίζω αλλά όχι κανονικά, πολύ λίγο, έτσι ώστε να μπορώ να διορθώσω προς το τέλος μαζί με το ρύζι. Μόλις γίνουν, που χρειάζονται ανάλογα με τις φακές περίπου 20 λεπτά, τις κρατάω ζεστές σε πολύ χαμηλή φωτιά και ξεκινάω το ρύζι.
Πάντα όταν φτιάχνω ριζότο χρησιμοποιώ αρκετό κρεμμύδι, του πάει πολύ, πόσο μάλλον σε αυτό. Ψιλοκόβω λοιπόν ένα τεράστιο κρεμμύδι ή δύο μικρότερα, και το ρίχνω στη ζεστή κατσαρόλα που έχω προσθέσει και το λάδι. Μόλις γυαλίσει και πριν πάρει χρώμα προσθέτω το ρύζι και χαμηλώνω τη φωτιά, ανακατεύοντας συνεχώς. Θέλω να μείνει αρκετά το ρύζι με το κρεμμύδι, να ποτιστεί από τη γεύση του και να γίνει νόστιμο. Μετά από περίπου δέκα λεπτά δυναμώνω τη φωτιά και σβήνω με το κρασί. Από δω και πέρα ανακατεύοντας που και που προσθέτω τις φακές. Προσπαθώ να τις ψαρέψω όλες σχετικά στις πρώτες κουταλιές και να μείνει προς το τέλος το σκέτο ζουμί που δεν πειράζει και να περισσέψει. Διορθώνω το αλάτι, φρεσκοτριμμένο πιπέρι, ενώ μόλις είναι έτοιμο το ρύζι αποσύρω από τη φωτιά, σκεπάζω με καπάκι για μερικά λεπτά και έτοιμο να το φάμε.






Ένα πιάτο εξαιρετικά απλό, τόσο να γίνει όσο και στη γεύση του. Αυτός είναι ο λόγος που χρειάζεται πολύ κρεμμύδι και μπόλικο λάδι για να γίνει νόστιμο. Και πράγματι, μέσα στην απλότητά του είναι τόσο νόστιμο, ευχάριστο, καθησυχαστικό, παρηγορητικό. 






Ιδανικό ταίρι του το φρεσκοψημένο ψωμί, μερικές καυτερές πίκλες και λίγη φέτα. Παραλλαγές; Όχι πολλές, μόνο τεσσεράμισι δισεκατομμύρια. Ό,τι θέλει ο καθένας, είναι τόσο προσαρμόσιμη η συνταγή, την φτιάχνουν σε όλον τον κόσμο και κυρίως στην Ινδία, με μπόλικα μπαχαρικά και μυρωδικά. Το συγκεκριμένο έχει ήδη μερικές αλλαγές, το ρύζι δεν είναι καρολίνα αλλά φάνσυ που δουλεύει σχεδόν το ίδιο καλά και για έξτρα άρωμα στο τέλος πρόσθεσα και μια κουταλιά στακοβούτυρο. Του πάει πολύ η πάπρικα και το κάρυ, στα δικά μου γούστα πάντα γιατί μάλλον του πάνε όλα τα μπαχαρικά. Η πιο αγαπημένη εκδοχή όμως είναι αυτή που κάνουμε και πιο σπάνια, λόγω δυσκολίας εξεύρεσης υλικών. Σ' αυτή προσθέτω ένα ματσάκι μυρώνια και καυαλήθρες ψιλοκομμένα όταν είναι η εποχή τους και το σύνολο απογειώνεται, γίνεται εξόχως αρωματικό, θυμίζει ακόμα και ντολμαδάκια. Εννοείται μπορεί να χρησιμοποιηθεί ζωμός λαχανικών ή κότας για να βράσουν οι φακές, καρότα στο ριζότο, σπανάκι, παρμεζάνα στο τέλος, οτιδήποτε. Φαντασία να υπάρχει και η συνταγή είναι ιδανική για να αδειάσουμε ράφια και ψυγείο από τρόφιμα που πάνε για πέταμα αν δεν χρησιμοποιηθούν άμεσα. 
Βέβαια, έτσι χάνει την αρχική της απλότητα. Δοκιμάστε τη την πρώτη φορά με μπόλικο και εξαιρετικό ελαιόλαδο και ίσως να κολλήσετε σ' αυτή, άντε με λίγη πάπρικα...

Υ.Γ.: Μάλλον έπρεπε να το γράψω στην αρχή και όχι σαν υστερόγραφο αλλά είμαι σίγουρος ότι θα με συγχωρήσετε. Καλή χρονιά σε όλους, με υγεία, καλή διάθεση και πάντα γεμάτο πιάτο με κάτι καινούριο και νόστιμο.