Πέμπτη 30 Μαΐου 2013

Επιτέλους...

Οι τελευταίοι μήνες ήταν αρκετά δύσκολοι. Τελικές εξετάσεις με άπειρη ύλη, εγκυμοσύνη, γέννα, αλλαγή εργασίας. Παρόλα αυτά όμως η παραγωγή αναρτήσεων στο blog καλά κρατούσε, πάντα έβρισκα λίγο χρόνο να μαγειρέψω, να φωτογραφήσω και να γράψω. Ήρθε όμως το τελειωτικό χτύπημα που με έβγαλε εντελώς off. Μετακόμιση. Αν και έχω κάνει πολλές μετακομίσεις, αυτή ήταν μακράν η χειρότερη, εξάλλου σε όλες τις προηγούμενες ήμουν εργένης με ελάχιστα πράματα. Μόνο τα βιβλία της τεράστιας βιβλιοθήκης μας γέμισαν ατελείωτες και ασήκωτες κούτες, ενώ λίγο λιγότερες αλλά πάλι αρκετές χρειάστηκαν τα κουζινικά μου. Μέσα σε όλο το χαμό φυσικά δεν υπήρχε καμία δημιουργική διάθεση, τρώγαμε απλά κάτι πρόχειρο και προσπαθούσαμε να τακτοποιήσουμε το καινούριο μας σπίτι. Εδώ και μια εβδομάδα έχουμε τελειώσει σχεδόν τα πάντα, ενώ σήμερα μπήκε και το ίντερνετ. Επιτέλους λοιπόν δεν υπάρχουν δικαιολογίες και είμαι έτοιμος να γράψω.
Πλέον μένουμε στο Λιτόχωρο, στους πρόποδες του Ολύμπου, βουνό που έχω περπατήσει και σκαρφαλώσει πάρα πολλές φορές στο παρελθόν. Και μόνο γι' αυτό αλλά και επειδή μου αρέσει να ζω στην επαρχία, μπορώ να πω ότι περίμενα με ανυπομονησία να έρθουμε και να εγκατασταθούμε στην περιοχή. 






Το Λιτόχωρο είναι αρκετά όμορφο, με το κεντρικό του πάρκο να είναι ένα ολόκληρο δάσος, μια όαση για όλες τις ώρες της ημέρας.
Και ένα μικρό σχόλιο, δύο μέρες μετά την αρχική δημοσίευση της ανάρτησης. Όλες οι φωτογραφίες του blog είναι δικές μου, τραβηγμένες από μένα. Δύο εξαιρέσεις, ο τράγος με το κουστούμι στη Γίδα εποχής και το τηγάνι στο Τέλος του κόσμου, όπου και στις δύο δεν έβαλα το δικό μου watermark. Το εντυπωσιακό είναι ότι αμφισβητήθηκε η παραπάνω φωτογραφία, η οποία δεν μπορώ να πω ότι τη θεωρώ και πολύ σπουδαία. Θα προσθέσω άλλη μία του ίδιου θέματος που τράβηξα χτες, με το σιντριβάνι αυτή τη φορά γεμάτο νερό, έτσι για το καλό και για να φύγουν οι όποιες αμφιβολίες. Κλείνει η παρένθεση...






Υπάρχουν αρκετά παλιά σπίτια με ιδιαίτερη γοητεία, ενώ πολλά από αυτά είναι στο πέτρινο παραδοσιακό στυλ της περιοχής.






Το τρακτέρ είναι εντελώς ετοιμοπόλεμο αν και παμπάλαιο, χωρίς να λείπει όμως και το απαραίτητο δορυφορικό πιάτο, σε μια αυλή στο κέντρο της πόλης.





Φυσικά η θέα προς τις κορυφές του Ολύμπου είναι εντυπωσιακή, όπως εδώ που διακρίνονται στο βάθος ο Μύτικας και το Στεφάνι,  ενώ τα νερά που κατεβαίνουν από το βουνό δίνουν μια νότα δροσιάς. 





Το σπίτι που νοικιάσαμε είναι αρκετά ψηλά, με αρκετές ανηφόρες μέχρι να φτάσεις αλλά και συγκλονιστική θέα. Όλος ο Θερμαϊκός, η Θεσσαλονίκη απέναντι, ο κάμπος της Πιερίας, τα πάντα. Η ανατολή από το μπαλκόνι μας είναι απλά μαγική, με το Χορτιάτη να διακρίνεται ακριβώς στο κέντρο της φωτογραφίας.





Έκανα μια προσπάθεια για ένα πανοραμικό που μάλλον αδικεί την πραγματική θέα.





Η κρεβατοκάμαρα βλέπει κατευθείαν στην ορθοπλαγιά της Ζηλνιάς, αγαπημένος τόπος προορισμού τότε που η κοιλιά δεν ήταν τέλειο ημισφαίριο...





Με το που άρχισα να μαγειρεύω εδώ, διαπίστωσα ότι δεν υπάρχει η αφθονία των υλικών που έβρισκα στη Θεσσαλονίκη και ότι γενικά πρέπει να προσαρμοστώ σε πιο απλές παρασκευές. Σχεδόν αμέσως λοιπόν μου ήρθε η όρεξη να ξαναφτιάξω ψωμί, αφού οι πρώτες δοκιμές των τοπικών φούρνων ήταν λίγο απογοητευτικές.
Ψωμιά ζύμωνα μέχρι πριν από δύο χρόνια, κάνοντας άπειρες δοκιμές, φτιάχνοντας προζύμια, αλλάζοντας συνεχώς τύπους αλευριών και τεχνικές παρασκευής. Δυστυχώς στην οικογένεια δεν τρώμε πολύ ψωμί, οπότε όταν πέτυχα ένα σχετικά ικανοποιητικό αποτέλεσμα έχασα το ενδιαφέρον μου και σταμάτησα. 
Στα πλαίσια της απλότητας αποφάσισα να κάνω την πιο εύκολη εκδοχή ψωμιού, αυτή που δεν χρειάζεται καθόλου ζύμωμα. Αυτή η τεχνική ήταν και ο λόγος που αγόρασα πριν τρία χρόνια την πρώτη μου καλή κατσαρόλα, τεχνική που έχει αναλυθεί πάρα πολλές φορές σε άπειρα βιντεάκια στο youtube και σε άλλα τόσα blogs, οπότε δεν μπορώ να πω ότι έχω κάτι καινούριο να προσθέσω, πέρα από τις όποιες δικές μου παρατηρήσεις επί του θέματος.





Υλικά: 400γρ αλεύρι Robin Hood
          200γρ αλεύρι Λήμνος
          470γρ νερό
          50γρ προζύμι
          12γρ αλάτι
          αλεύρι σίτου για τον πάγκο και σίκαλης για το πασπάλισμα του ψωμιού

Γενικά γι' αυτή τη μέθοδο είναι καλό το αλεύρι να έχει πολλή γλουτένη προκειμένου να δημιουργηθούν οι τεράστιες τρύπες στην ψίχα και σ' αυτόν τον τομέα το Robin Hood είναι το ιδανικό. Όμως είναι πολύ εξευγενισμένο με λίγο αδιάφορη γεύση, οπότε χρησιμοποιώ και το Λήμνος για να δώσει πιο κίτρινο χρώμα και μια χωριάτικη αίσθηση, κάτι που βοηθάει πολύ και το προζύμι, που τον τρόπο παρασκευής του τον περγράφω αναλυτικά εδώ. Ο καθένας φυσικά με δοκιμές θα βρει αυτό που του ταιριάζει, καλό είναι όμως μια φορά να το δοκιμάσει εξ ολοκλήρου με Robin Hood και με μαγιά αντί για προζύμι για να δει πώς είναι το πιο ακατάλληλο ψωμί για να αλείφεις μέλι, τόσο μεγάλες τρύπες δημιουργούνται στην ψίχα.
Ανακατεύω όλα τα υλικά σε ένα μπολ μέχρι να γίνει ένας πυκνός χυλός. Δεν χρειάζεται πάνω από μισό λεπτό και είναι έτοιμο. Σκεπάζω με πετσέτα και αφήνω για δώδεκα με δεκάξι ώρες. Η δράση των μυκήτων θα κάνει τη ζύμη να φουσκώσει και τη γλουτένη να αναπτυχθεί, αντικαθιστώντας το ζύμωμα.
Όταν περάσει ο απαιτούμενος χρόνος αλευρώνω πολύ καλά τον πάγκο με ένα οποιδήποτε φθηνό αλεύρι. Χρησιμοποιώ αρκετό γιατί η ζύμη είναι πάρα πολύ υγρή και κολλάει φρικτά. Αδειάζω τη ζύμη πάνω στον πάγκο. Ετοιμάζω επίσης μια πετσέτα που την πασπαλίζω με αρκετό αλεύρι σίκαλης.




Τώρα απαιτείται γρήγορη κίνηση και δεν μπορούσα να φωτογραφήσω. Διπλώνω τη ζύμη, φέρνοντας τις τέσσερις πλευρές της στο κέντρο αλληλοκαλύπτοντας τις απέναντι πλευρές, έτσι ώστε να γίνει ένα μικρότερο πακετάκι, το οποίο κατευθείαν το μεταφέρω στην πετσέτα. Διπλώνω την πετσέτα προκειμένου το πακετάκι να διατηρήσει το σχήμα του και να μην απλώσει. Στο βιντεάκι που έχω στη σχετική ανάρτηση φαίνεται πώς ακριβώς διπλώνεται η ζύμη. Τώρα χρειάζεται περίπου μία με μιάμιση ώρα να ξαναφουσκώσει.




Προθερμαίνω τον φούρνο και τη μαντεμένια κατσαρόλα των 26 εκατοστών στους 220 βαθμούς. Ξεδιπλώνω την πετσέτα και ρίχνω τη ζύμη στην καυτή κατσαρόλα με τη ραφή της ζύμης προς τα κάτω. Βάζω το καπάκι και ψήνω για περίπου 10 λεπτά. Χαμηλώνω τη φωτιά στους 170 βαθμους και το ψήνω, πάλι σκεπασμένο, για άλλη μισή ώρα. Αφαιρώ το καπάκι και ψήνω ακόμα μισή ώρα. Βγάζω από το φούρνο και μεταφέρω το ψωμί σε σχάρα να κρυώσει.




Στον πάγκο χρησιμοποιώ σταρένιο αλεύρι γιατί με το δίπλωμα θα περάσει αρκετό μέσα στο καρβέλι χωρίς να ομογενοποιηθεί, οπότε αν χρησιμοποιηθεί σίκαλης που είναι αρκετά έντονο θα σχηματιστούν σκούρες γραμμές στο κέντρο της ψίχας, αρκετά δυσάρεστες στην υφή. Όμως το αλεύρι σίκαλης αντέχει πολύ καλύτερα στις υψηλές θερμοκρασίες και είναι σίγουρο ότι δεν θα κολλήσει το καρβέλι στην κατσαρόλα, ενώ δίνει και ένα πολύ όμορφο γκρίζο χρώμα. Μπορεί να χρησιμοποιηθεί και σιμιγδάλι αλλά μπορεί να γίνει πολύ σκληρή η κόρα ή νιφάδες βρώμης αλλά με προσοχή πάλι μην καούνε. Προτιμώ τη σίκαλη, που τη χρησιμοποιώ σχεδόν σε όλα τα ψωμιά που φτιάχνω στο εξωτερικό τους. Αυτή τη φορά έκανα δύο καρβέλια, σ' αυτό της πρώτης φωτό πρόσθεσα εξτρά αλεύρι σίκαλης από πάνω, ενώ στο άλλο το άφησα ως έχει και έγινε λιγότερο γκρίζο.





Το προζύμι μπορεί να αντικατασταθεί φυσικά με μαγιά, δύο με τρία γραμμάρια ξερή ή πέντε με έξι φρέσκια, όπου το καρβέλι θα φουσκώσει περισσότερο και η ψίχα θα γίνει σαφώς πιο ελαφριά, χάνοντας όμως την ιδιαίτερη γεύση που χαρίζει το προζύμι. Επίσης μπορεί να χρησιμοποιηθεί και οποιαδήποτε άλλη κατσαρόλα ή γάστρα που μπαίνει στο φούρνο, αρκεί να έχει καπάκι που κλείνει καλά.
Το τελικό αποτέλεσμα εξαρτάται απόλυτα από τα υλικά μας. Είναι πραγματικά ένα τεράστιο πεδίο πειραματισμών μέχρι να βρει ο καθένας αυτό που του ταιριάζει. Πάντα όμως η κόρα είναι εξόχως τραγανή, ενώ η ψίχα εξαρτάται από το αλεύρι και το προζύμι ή τη μαγιά. Είναι τόσο εύκολο να γίνει που αξίζει σίγουρα μια δοκιμή από τον καθένα. 

Υ.Γ. 1: Ευχαριστώ πολύ τον Κώστα που μου έδωσε λίγο από το προζύμι του, αφού στη μετακόμιση το δικό μου έφαγε πόρτα και πετάχτηκε...

Υ.Γ. 2: Σήμερα πήγα στη Θεσσαλονίκη για να πάρω τα τελευταία πράγματα και το μηχανάκι μου. Με χάλασε απίστευτα η φασαρία της πόλης παρόλο που λείπουμε μόνο δύο εβδομάδες, ενώ και όταν κατέβηκα στο κέντρο με έπιασε μια λύσσα να ψωνίσω από τα αγαπημένα μου μαγαζιά όλα τα υλικά που δεν βρίσκω στο Λιτόχωρο. Ευτυχώς που η βαλίτσα της μηχανής δεν χωράει και πολλά οπότε συγκρατήθηκα. Ίσως τελικά να είναι πολύ καλύτερα που δεν υπάρχουν τα πάντα εδώ που είμαστε. Όλες αυτές τις μέρες ξοδέψαμε ελάχιστα και η μόνη μας έγνοια είναι πού θα πάμε βόλτα, σε ποιο μονοπάτι θα περπατήσουμε και ποιο δάσος του βουνού θα ανακαλύψουμε. Απλή ζωή που είμαι σίγουρος ότι θα μας αρέσει...